Anonymous

μεστός: Difference between revisions

From LSJ
1,426 bytes added ,  29 September 2017
24
(T22)
(24)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=μεστή, μεστόν, from [[Homer]] (i. e. Epigr.) [[down]], the Sept. for מָלֵא, [[full]]; [[with]] the genitive of the [[thing]]: [[properly]], Proverbs 6:34).
|txtha=μεστή, μεστόν, from [[Homer]] (i. e. Epigr.) [[down]], the Sept. for מָלֵא, [[full]]; [[with]] the genitive of the [[thing]]: [[properly]], Proverbs 6:34).
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (ΑM [[μεστός]], -ή, -όν)<br />[[πλήρης]], [[γεμάτος]], φορτωμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για καρπούς) ώριμος, [[γινωμένος]] («το [[στάρι]] [[είναι]] μεστό»<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) σφιχτοδεμένος<br /><b>3.</b> (για πρόσωπα) ηλικιωμένος<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> ώριμος πνευματικά<br /><b>μσν.</b><br />[[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> ο κορεσμένος από κάποιο [[πράγμα]], [[χορτάτος]] («τὸ δ' [[Ἄργος]] αὐτοῡ μεστὸν ἥ τε [[Ναυπλία]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεστόν</i><br />η [[μεστότητα]], η [[πληρότητα]], το πλήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εκφραστικό τ. άγνωστης ετυμολ. Η [[άποψη]] ότι η λ. συνδέεται με το ρ. [[μαδώ]] και τη λ. [[μήδεα]] δεν φαίνεται αβάσιμη. Επίσης δεν [[είναι]] πειστική η [[άποψη]] που συνδέει τη λ. με το θ. <i>μεδ</i>- (<i>μεδ</i>-<i>τός</i>) του <i>μέδ</i>-<i>ι</i>-<i>μνος</i>].
}}
}}