Anonymous

μετεωροπόλος: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_18)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μετεωροπόλος''': -ον, ὁ περὶ ὑψηλὰ πράγματα διατρίβων, Φίλων 1. 588. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεωροπόλων· τῶν τὰ οὐράνια σκοπούντων».
|lstext='''μετεωροπόλος''': -ον, ὁ περὶ ὑψηλὰ πράγματα διατρίβων, Φίλων 1. 588. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μετεωροπόλων· τῶν τὰ οὐράνια σκοπούντων».
}}
{{grml
|mltxt=[[μετεωροπόλος]], -ον (Α)<br />αυτός που ασχολείται με τα μετέωρα και, γενικά, με [[υψηλά]] πράγματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετέωρον</i> <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλομαι]] «[[επέρχομαι]], [[υπάρχω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μαντι</i>-[[πόλος]], <i>νυκτι</i>-[[πόλος]].
}}
}}