Anonymous

μεταμελητός: Difference between revisions

From LSJ
25
(6_10)
(25)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμελητός''': -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.
|lstext='''μεταμελητός''': -ή, -όν, δι’ ὃν μετανοεῖ τις, Ἡσύχ. ἐν λ. πεδάγρετον.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταμελητός]], -ή, -όν (Α) [[μεταμελούμαι]]<br />αυτός που μετάνιωσε, μετανιωμένος.
}}
}}