Anonymous

μονόρρυθμος: Difference between revisions

From LSJ
25
(Bailly1_3)
(25)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ajusté <i>ou</i> arrangé par un seul ; dont l’ordonnance est simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ῥυθμός]].
|btext=ος, ον :<br />ajusté <i>ou</i> arrangé par un seul ; dont l’ordonnance est simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ῥυθμός]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μονόρρυθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μον</i>-<i>ωρύχος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[χρυσωρύχος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυθμός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>ρυθμος</i>)].
}}
}}