Anonymous

ἀκερσεκόμης: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[ἀκειρεκόμης]].
|dgtxt=v. [[ἀκειρεκόμης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκερσεκόμης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> ο [[ακούρευτος]], αυτός που διατηρεί [[μακριά]], κυματίζουσα [[κόμη]], ο [[πάντα]] [[νέος]] ([[γιατί]] οι νέοι έκοβαν τα μαλλιά τους όταν έφταναν στην αντρική [[ηλικία]])<br />«Φοῑβος [[ἀκερσεκόμης]]» (Όμ. Υ 39, Ύμν. εις Απόλ. 134)<br /><b>2.</b> [[νεανίας]], [[νέος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επίθετο του Απόλλωνος, που απαντά ήδη στον Όμηρο και σημαίνει «αυτόν που δεν κόβει τα μαλλιά του» και κατ' [[επέκταση]] «τον [[πάντα]] νέο». Η λ. σχηματίζεται από <i>ἀ</i>- στερητ., από το θ. του ενσίγμου αορίστου <i>ἔκερσα</i> του ρήματος [[κείρω]] και από το ουσ. [[κόμη]]. Ο [[παράλληλος]] τ. της λέξεως [[ἀκειρεκόμης]], που απαντά στον Πίνδαρο, σχηματίζεται από το ενεστωτικό θ. του ρήματος [[κείρω]].
}}
}}