3,274,214
edits
(6_11) |
(2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκκώ''': ἡ, ὡς τὸ ἀλφιτώ, μορμώ, [[φάσμα]] τι ὑποθετικὸβ ἢ [[φόβητρον]], δι’ οὗ αἱ τροφοὶ ἐφόβιζον τὰ [[παιδία]], ἢ κατ’ ἄλλους γύναιον ἐπὶ μωρίᾳ διαβεβοημένον, Ζηνόβ. 1. 53, [[ἔνθα]] ἴδε Leutsch. | |lstext='''ἀκκώ''': ἡ, ὡς τὸ ἀλφιτώ, μορμώ, [[φάσμα]] τι ὑποθετικὸβ ἢ [[φόβητρον]], δι’ οὗ αἱ τροφοὶ ἐφόβιζον τὰ [[παιδία]], ἢ κατ’ ἄλλους γύναιον ἐπὶ μωρίᾳ διαβεβοημένον, Ζηνόβ. 1. 53, [[ἔνθα]] ἴδε Leutsch. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀκκώ]], η (Α)<br />[[φόβητρο]], «[[μπαμπούλας]]», [[φάντασμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι για να φοβίσουν τα [[παιδιά]]<br />ένα [[είδος]] «θηλυκού μπαμπούλα». Κατά τη [[Σούδα]], η λ. <i>Ἀκκὼ</i> ήταν όνομα γυναίκας γνωστής για την [[ανοησία]] της, που τήν παρουσίαζαν να κουβεντιάζει με το είδωλό της στον καθρέφτη! Στον Ζηνόβιο αναφέρεται η λ. με τη [[σημασία]] «ματαιόδοξης γυναίκας». Επομένως ο όρος [[ἀκκώ]], που χρησιμοποιούνταν, όπως και οι λ. [[Μορμώ]], [[Ἀλφιτώ]] , με την [[έννοια]] του «φόβητρου», αρχικά αναφερόταν [[πιθανώς]] σε [[πρόσωπο]] χαρακτηριστικό για τους μορφασμούς του. Έτσι εξηγείται και η [[σημασία]] του παράγωγου ρήματος [[ἀκκίζομαι]] «[[προσποιούμαι]]» — αρχικά το [[ρήμα]] [[πρέπει]] να σήμαινε «[[κάνω]] μορφασμούς», κατ’ [[επέκταση]] «[[συμπεριφέρομαι]] επιτηδευμένα, [[προσποιούμαι]] [[σεμνοτυφία]], [[αδιαφορία]]» και γενικότερα «[[υποκρίνομαι]]». Η λ. <i>ἀκκὼ</i> [[είναι]] άγνωστης ετυμολ. Πρέπει όμως να [[είναι]] [[συγγενής]] με το σανσκριτικό <i>akk</i><i>ā</i> και το λατινικό κύριο όνομα <i>Acca</i>, που αναφέρεται στην <i>Acca L</i><i>ā</i><i>rentia</i>, την τροφό του Ρωμύλου και του Ρέμου. Είναι χαρακτηριστικό το [[γεγονός]] ότι η λ. <i>ἀκκὼ</i> μόνο στα Ελληνικά χρησιμοποιείται με κακόσημη [[έννοια]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀκκίζομαι]]. | |||
}} | }} |