Anonymous

ἀκταίνω: Difference between revisions

From LSJ
2
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[mantener en alto]] ἀ. στάσιν mantenerse en pie</i> A.<i>Eu</i>.36, fig. ἀ. μένος <i>Trag.Adesp</i>.147, cf. Pi.<i>Fr</i>.52m.21.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. al no poder darse por segura la rel. c. [[ἄγω]].
|dgtxt=[[mantener en alto]] ἀ. στάσιν mantenerse en pie</i> A.<i>Eu</i>.36, fig. ἀ. μένος <i>Trag.Adesp</i>.147, cf. Pi.<i>Fr</i>.52m.21.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. al no poder darse por segura la rel. c. [[ἄγω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀκταίνω]] (Α)<br />(στη φρ.) «[[ἀκταίνω]] στάσιν» (διαφ. [[γραφή]] «[[ἀκταίνω]] βάσιν», <b>Αισχ.</b> Ευμ. 36)<br />[[σηκώνω]], [[ορθώνω]] το [[ανάστημα]] μου, [[είμαι]] όρθιος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Το πιθανότερο [[είναι]] πως η λ. συνδέεται με το <i>ἄγω</i>, [[οπότε]] το [[ἀκταίνω]] [[είναι]] επηυξημένος τ. ενός αμάρτυρου ρ. <i>ἀκτάω</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἄκτω</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἀκτός]], ρημ. επίθ. του <i>ἄγω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και [[ἀκόλαστος]] &GT; [[ἀκολασταίνω]], [[ἄλαστος]] &GT; [[ἀλασταίνω]]). Η [[μαρτυρία]] του Ησυχίου πως ο τ. <i>ἀπακταίνων</i> σήμαινε «ὁ κινεῖσθαι μὴ δυνάμενος» στηρίξει την [[υπόθεση]] πως αρχικά το ρ. είχε τη [[σημασία]] του «κινούμαι» [[πράγμα]] που διευκολύνει στην [[ερμηνεία]] τών σημασιών που τελικά απέκτησε η [[λέξη]] («ορθώνομαι, [[πηδώ]], [[ορμώ]]»)].
}}
}}