3,277,020
edits
(big3_3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄλης Hp.<i>Mul</i>.1.5; ἀλής Dam.<i>in Phlb</i>.236<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. neutr. no contr. ἄλεα Hp.l.c.]<br /><b class="num">1</b> en plu. [[reunido]], [[agrupado]], [[todo junto]], [[en masa]] πολλὰ ἄλεα Hp.l.c., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, Call.<i>Fr</i>.191.9, χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι se sirven de muchos postres, pero no todos juntos</i> Hdt.1.133<br /><b class="num">•</b>sg. c. colect. o nombres de masa ἁ. πάσα ἡ [[Ἑλλάς]] Hdt.7.157, στρατός Hdt.7.236, τροφή Hp.<i>Vict</i>.2.45, τὸ φλέγμα καὶ ἡ χολή Hp.<i>Morb</i>.2.2, [[αἷμα]] Hp.<i>Morb</i>.2.4<br /><b class="num">•</b>como etim. de ἀλήθεια: παρὰ γὰρ τὸ «θεῖον ἀλὲς» ... ἔστι δὲ ἀλὲς μὲν τὸ συνηθροισμένον Dam.<i>in Phlb</i>.236.<br /><b class="num">2</b> adv. ἀλέως [[abundantemente]] ὑπὸ τοῦ αἵματος ἀλέως [[ἐξαπίνης]] κατελθόντος por la sangre que brota abundantemente de repente</i> Hp.<i>Mul</i>.1.36.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>°Hu̯°l</i>- > αϝαλ- > λ-; cf. [[ἅλις]] y [[ἀολλής]]. | |dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἄλης Hp.<i>Mul</i>.1.5; ἀλής Dam.<i>in Phlb</i>.236<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [plu. neutr. no contr. ἄλεα Hp.l.c.]<br /><b class="num">1</b> en plu. [[reunido]], [[agrupado]], [[todo junto]], [[en masa]] πολλὰ ἄλεα Hp.l.c., ὡς ἁλέες εἴησαν οἱ Ἕλληνες Hdt.9.15, cf. 7.104, Call.<i>Fr</i>.191.9, χρέωνται, ἐπιφορήμασι δὲ πολλοῖσι καὶ οὐκ ἁλέσι se sirven de muchos postres, pero no todos juntos</i> Hdt.1.133<br /><b class="num">•</b>sg. c. colect. o nombres de masa ἁ. πάσα ἡ [[Ἑλλάς]] Hdt.7.157, στρατός Hdt.7.236, τροφή Hp.<i>Vict</i>.2.45, τὸ φλέγμα καὶ ἡ χολή Hp.<i>Morb</i>.2.2, [[αἷμα]] Hp.<i>Morb</i>.2.4<br /><b class="num">•</b>como etim. de ἀλήθεια: παρὰ γὰρ τὸ «θεῖον ἀλὲς» ... ἔστι δὲ ἀλὲς μὲν τὸ συνηθροισμένον Dam.<i>in Phlb</i>.236.<br /><b class="num">2</b> adv. ἀλέως [[abundantemente]] ὑπὸ τοῦ αἵματος ἀλέως [[ἐξαπίνης]] κατελθόντος por la sangre que brota abundantemente de repente</i> Hp.<i>Mul</i>.1.36.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>°Hu̯°l</i>- > αϝαλ- > λ-; cf. [[ἅλις]] y [[ἀολλής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλής]], -ὲς (Α)<br />συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, [[αθρόος]]<br />το ουδέτερο <i>ἁλέα</i> ως επίρρ.<br />αθρόα, συγκεντρωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ιωνικός [[τύπος]] επιθέτου, [[συνώνυμος]] με το αττ. <i>ἁθρόος</i>. Μορφολογικά το επίθ. [[είναι]] συγγενές με το αιολ. [[ἀολλής]] «συναθροισμένος συγκεντρωμένος» [[καθώς]] και με τον αβέβαιης σημασίας επιρρηματ. τ. <i>αFλανέως</i>. που απαντά σε [[επιγραφή]] της Ολυμπίας του 6ου π. Χ. αιώνα (<b>[[πρβλ]].</b> και τον επιρρηματ. τ. του Ησυχίου [[ἀλανέως]] «ολοσχερώς»). Η μορφολογική [[συγγένεια]] τών τ. [[ἁλής]], <i>ἀολλὴς</i> καί <i>αFλανέως</i> οδηγεί στην [[υπόθεση]] ενός αρχικού τ. <i>ἁ</i>-<i>Fl</i>-<i>νής</i>, απ' όπου με τη διαφορετική [[κατά]] διαλέκτους [[αντιπροσώπευση]] του <i>l</i> (του φωνηεντικού λ.) -<i>αλ</i>-, -<i>ολ</i>-, -<i>λα</i>- προήλθαν αντίστοιχα οι λ. [[ἁλής]], <i>ἀολλὴς</i> καί [[ἀλανέως]]. Ειδικότερα το επίθ. <i>ἁλὴς</i> [[είναι]] πιθ. να προέρχεται και από αρχικό τ. <i>ἁFελ</i>-<i>νὴς</i> (<i>με</i> σίγηση του ενδοφωνηεντικού <i>F</i>, [[συναίρεση]] των -<i>αε</i>- σε <i>ᾶ</i>, [[αφομοίωση]] -<i>λν</i>- > <i>λλ</i> και [[απλοποίηση]]). Εξάλλου η [[κατάληξη]] –<i>νὴς</i> πιθ. να προήλθε από τ. ουδετέρου <i>Fελ</i>-<i>νος</i> (Πρβλ. <i>ἔθ</i>-<i>νος</i>, <i>κτῆ</i>-<i>νος</i>, <i>σμῆ</i>-<i>νος</i> <b>κ.λπ.</b>). Σημειώνουμε ότι η ρ. -<i>Fελ</i> απαντά και στο ρ. [[εἴλω]] (αορ. [[ἀλῆναι]]) «[[στρίβω]], [[συμπιέζω]], ωθώ, [[συνωθώ]]», [[καθώς]] και στο επίρρ. [[ἅλις]] «[[κατά]] σωρούς, [[σωρηδόν]]». Το αρκτικό ἁ- της ομάδας αυτής τών λ. θεωρείται [[συνήθως]] ως αθροιστικό και ανάγεται στο ΙΕ <i>sm</i>-. Κατά τον τρόπο αυτό ερμηνεύεται η δάσυνση του επιθ. [[ἁλής]]. Προβλήματα αντιθέτως δημιουργεί το ότι παράγωγες λ. (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ἀλία</i> «[[συγκέντρωση]]», <i>ἀλιάσσιος</i> <b>βλ.</b> [[ἀλίασσις]]) ψιλούνται [[συνήθως]] στη δωρική διάλεκτο, όπου κατ' εξοχήν δηλώνεται η [[δασύτητα]] (<i>h</i>). Παρεκτεταμένος τ. του επιθ. <i>ἁλὴς</i> [[είναι]] και η αττ. λ. [[ἡλιαία]] (δωρ. <i>ἀλιαία</i>) «[[συγκέντρωση]] (δικαστών)», «λαϊκό δικαστήριο». Το <i>ἡ</i>- του [[ἡλιαία]], από [[τροπή]] του αρκτικού μακρού <i>ᾱ</i> του επιθ. <i>ἁλὴς</i> καί δάσυνση στην αττική διάλεκτο, δεν ερμηνεύεται εύκολα. Το -<i>η</i>- (και ίσως η [[δασεία]]) [[είναι]] πιθανόν να οφείλεται σε παρετυμολογική [[σύνδεση]] με το ουσ. [[ἥλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλία]], [[ἁλίζω]], [[ἡλιαία]]. | |||
}} | }} |