Anonymous

ἀλειπτός: Difference between revisions

From LSJ
2
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλειπτος]], -ον (Α) [[λείπω]]<br />αυτός που δεν υστέρησε [[ποτέ]] σε αγώνα, [[ακατανίκητος]].
|mltxt=[[ἄλειπτος]], -ον (Α) [[λείπω]]<br />αυτός που δεν υστέρησε [[ποτέ]] σε αγώνα, [[ακατανίκητος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀλειπτός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αλείφτηκε ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[επάλειψη]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀλειπτόν</i><br />[[μύρο]] που χρησιμοποιούσαν για ραντισμό στις θυσίες<br /><i>τὰ ἀλειπτά</i><br />[[φάρμακο]] για [[επάλειψη]], [[αλοιφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρηματ. επίθ. του ρ. [[ἀλείφω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἀλειπτούτσικον</i>].
}}
}}