Anonymous

ἁλιάς: Difference between revisions

From LSJ
135 bytes added ,  29 September 2017
2
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἁλιὰς (-[[άδος]]), η (Α) [[ἅλιος]]<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που προέρχεται από τη [[θάλασσα]] ή ανήκει σ’ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αλιευτικό [[πλοιάριο]], [[ψαρόβαρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλιάδης]].
|mltxt=ἁλιὰς (-[[άδος]]), η (Α) [[ἅλιος]]<br /><b>1.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που προέρχεται από τη [[θάλασσα]] ή ανήκει σ’ αυτήν<br /><b>2.</b> <b>ως ουσ.</b> αλιευτικό [[πλοιάριο]], [[ψαρόβαρκα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅλιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλιάδης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἅλιας]] <b>επίρρ.</b> (Α)<br />[[παράλληλος]] [[τύπος]] της λέξης [[ἅλις]].
}}
}}