Anonymous

ἅλιος: Difference between revisions

From LSJ
3,374 bytes added ,  29 September 2017
2
(big3_3)
(2)
Line 30: Line 30:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> argól. ἅλιιος <i>IO</i> 693 (arc.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον S.<i>Ai</i>.357, E.<i>Heracl</i>.82]<br />[[marino]], [[del mar]] ref. al «viejo del mar» identificado c. Nereo ἅ. γέρων <i>Il</i>.1.556, 24.562, Hes.<i>Th</i>.1003, Forcis <i>Od</i>.13.96, 345, Proteo <i>Od</i>.4.365, γέρων ἅ. νημερτής <i>Od</i>.4.349, cf. <i>IO</i> l.c., ἁλίαι (θεαί) de las Nereidas <i>Il</i>.18.432, cf. 139<br /><b class="num">•</b>Θέτις Nonn.<i>D</i>.33.377, de Apolo, Arist.<i>Mir</i>.840<sup>a</sup>20, ναῦτα <i>Lyr.Adesp</i>.86<br /><b class="num">•</b>de cosas ἅλιοι ψάμαθοι las arenas del mar</i>, <i>Od</i>.3.38, 4.438, κῦμα A.<i>Supp</i>.14, οἶδμα <i>h.Ap</i>.417, πρών A.<i>Pers</i>.131, πρύμναι Pi.<i>O</i>.9.72, πλάτα S.<i>OC</i> 716, de lugares ἁλίαις ... ἐπὶ Στροφάσιν en las marinas islas Estrófades</i>, <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.928.6 (Corcira III a.C.).<br />-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[errado]], [[que falla el blanco]], [[βέλος]] <i>Il</i>.4.498, 15.575, 16.480, ([[ἔγχος]]) ἅ. <i>Il</i>.13.410.<br /><b class="num">2</b> [[equivocado]] ὁδός <i>Od</i>.2.273, 318, <i>h.Merc</i>.549, σκοπός <i>Il</i>.10.324.<br /><b class="num">3</b> [[que no sirve o no es útil]], como pred. [[para nada]] ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν <i>Il</i>.4.179<br /><b class="num">•</b>de palabras, juramentos [[en vano]], [[inútil]] μῦθος <i>Il</i>.5.715, <i>h.Merc</i>.280, ἔπος <i>Il</i>.18.324, <i>Il</i>.24.92, ὅρκιον <i>Il</i>.4.158, de otros abstr. πόνος <i>Il</i>.4.26, γεωπονίη Max.537, οὐδ' ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν Call.<i>Iou</i>.37.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. como adv. [[en vano]] αἰχμὴ ... κατὰ γαίης ᾤχετ' ἐπεί ῥ' ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν <i>Il</i>.13.505, 16.615, οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' (el rayo), S.<i>OC</i> 1469.<br /><b class="num">2</b> adv. -ίως [[para nada]], [[inútilmente]] θήραν τήνδ' ἁλίως ἔχομεν τόξων para nada hemos hecho la conquista de este arco</i> S.<i>Ph</i>.840.
|dgtxt=-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> argól. ἅλιιος <i>IO</i> 693 (arc.)<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [-ος, -ον S.<i>Ai</i>.357, E.<i>Heracl</i>.82]<br />[[marino]], [[del mar]] ref. al «viejo del mar» identificado c. Nereo ἅ. γέρων <i>Il</i>.1.556, 24.562, Hes.<i>Th</i>.1003, Forcis <i>Od</i>.13.96, 345, Proteo <i>Od</i>.4.365, γέρων ἅ. νημερτής <i>Od</i>.4.349, cf. <i>IO</i> l.c., ἁλίαι (θεαί) de las Nereidas <i>Il</i>.18.432, cf. 139<br /><b class="num">•</b>Θέτις Nonn.<i>D</i>.33.377, de Apolo, Arist.<i>Mir</i>.840<sup>a</sup>20, ναῦτα <i>Lyr.Adesp</i>.86<br /><b class="num">•</b>de cosas ἅλιοι ψάμαθοι las arenas del mar</i>, <i>Od</i>.3.38, 4.438, κῦμα A.<i>Supp</i>.14, οἶδμα <i>h.Ap</i>.417, πρών A.<i>Pers</i>.131, πρύμναι Pi.<i>O</i>.9.72, πλάτα S.<i>OC</i> 716, de lugares ἁλίαις ... ἐπὶ Στροφάσιν en las marinas islas Estrófades</i>, <i>IG</i> 9<sup>2</sup>.928.6 (Corcira III a.C.).<br />-α, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[errado]], [[que falla el blanco]], [[βέλος]] <i>Il</i>.4.498, 15.575, 16.480, ([[ἔγχος]]) ἅ. <i>Il</i>.13.410.<br /><b class="num">2</b> [[equivocado]] ὁδός <i>Od</i>.2.273, 318, <i>h.Merc</i>.549, σκοπός <i>Il</i>.10.324.<br /><b class="num">3</b> [[que no sirve o no es útil]], como pred. [[para nada]] ἅλιον στρατὸν ἤγαγεν <i>Il</i>.4.179<br /><b class="num">•</b>de palabras, juramentos [[en vano]], [[inútil]] μῦθος <i>Il</i>.5.715, <i>h.Merc</i>.280, ἔπος <i>Il</i>.18.324, <i>Il</i>.24.92, ὅρκιον <i>Il</i>.4.158, de otros abstr. πόνος <i>Il</i>.4.26, γεωπονίη Max.537, οὐδ' ἁλίην ἀπέτεισε θεὴ χάριν Call.<i>Iou</i>.37.<br /><b class="num">II</b> adv. <br /><b class="num">1</b> neutr. como adv. [[en vano]] αἰχμὴ ... κατὰ γαίης ᾤχετ' ἐπεί ῥ' ἅλιον στιβαρῆς ἀπὸ χειρὸς ὄρουσεν <i>Il</i>.13.505, 16.615, οὐ γὰρ ἅλιον ἀφορμᾷ ποτ' (el rayo), S.<i>OC</i> 1469.<br /><b class="num">2</b> adv. -ίως [[para nada]], [[inútilmente]] θήραν τήνδ' ἁλίως ἔχομεν τόξων para nada hemos hecho la conquista de este arco</i> S.<i>Ph</i>.840.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον και -ος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στη [[θάλασσα]], ο [[θαλάσσιος]]<br /><b>2.</b> ως [[προσδιορισμός]] θεών, [[νυμφών]] κ.λπ. της θάλασσας (Νηρέας, Νηρηίδες).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁλιεύς]], <b>αρχ.</b> [[άλιας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἐνάλιος]], [[εἰνάλιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αλιόφως</i>].———————— <b>(II)</b><br />[[ἅλιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> ([[συνήθως]] για πράγματα) [[μάταιος]], [[ανώφελος]], [[άκαρπος]], [[άσκοπος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἅλιον</i><br />[[μάταια]], άσκοπα, ανώφελα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αρχαία ποιητική, και [[μάλιστα]] επική, [[λέξη]] που αντικαταστάθηκε [[κατόπιν]] από το [[επίθετο]] [[μάταιος]]. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προελεύσεως. Η σύνδεσή της με τις συνώνυμες λ. [[ἠλίθιος]] «[[μάταιος]], [[ανωφελής]]», [[ἠλάσκω]] «[[περιπλανώμαι]], περιφέρομαι» και [[περαιτέρω]] με το ρ. <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]» δεν εξηγεί τη δάσυνση του τ. [[ἅλιος]]. Πιθανότερη θεωρείται η ετυμολογική [[σύνδεση]] του επιθ. με τις λ. <i>ἅλς</i> «[[θάλασσα]]», [[ἅλιος]] «[[θαλασσινός]]». Η σημασιολογική [[συγγένεια]] του επιθ. [[ἅλιος]] «[[μάταιος]]» με τη [[φράση]] «<i>εἰς [[ὕδωρ]] γράφειν</i>» θα δικαιολογούσε την ετυμολογική [[προέλευση]] του επιθ. από το ουσ. <i>ἅλς</i>. Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], η συχνή [[χρήση]] του επιθ. με το ουσ. [[βέλος]] οδηγεί στην [[υπόθεση]] ότι αρχικά το επίθ. [[ἅλιος]] προσδιόριζε το ουσ. [[βέλος]] και σήμαινε «[[βέλος]] που αστοχεί, που χάνει τον στόχο του και πέφτει στη [[θάλασσα]]». Άρα, σύμφωνα με την [[ίδια]] [[άποψη]], το [[επίθετο]] [[ἅλιος]] σήμαινε αρχικά «[[άστοχος]]», από όπου η [[σημασία]] «[[ανώφελος]], [[άσκοπος]]» και, κατ [[επέκταση]], «ματαιος».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἁλιῶ</i>].———————— <b>(III)</b><br />[[ἅλιος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[δωρικός]] [[τύπος]] [[αντί]] του [[ἥλιος]]<br /><b>2.</b> <b>Φιλοσ.</b> [[ἁλίζω]]<br />ο [[αριθμός]] [[εννέα]] στους Πυθαγόρειους.
}}
}}