Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἄλλος: Difference between revisions

From LSJ
8,375 bytes added ,  29 September 2017
3
(T21)
(3)
Line 36: Line 36:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(cf. Latin alius, German alles, English [[else]]; from [[Homer]] [[down]]), [[another]], [[other]];<br /><b class="num">a.</b> [[absolutely]]: ἄλλοι [[μέν]] [[ἄλλο]]), and [[often]],<br /><b class="num">b.</b> as an adjective: ἄλλη [[συνείδησις]], i. e. ἡ [[συνείδησις]] [[ἄλλου]] τίνος).<br /><b class="num">c.</b> [[with]] the [[article]]: ὁ [[ἄλλος]] the [[other]] (of [[two]]), Buttmann, 32 (28), 122 (107)); οἱ ἄλλοι [[all]] others, the [[remainder]], the [[rest]]: SYNONYMS: [[ἄλλος]], [[ἕτερος]]: [[ἄλλος]] as compared [[with]] [[ἕτερος]] denotes numerical in [[distinction]] from qualitative [[difference]]; [[ἄλλος]] adds ('[[one]] [[besides]]'), [[ἕτερος]] distinguishes ('[[one]] of [[two]]'); [[every]] [[ἕτερος]] is an [[ἄλλος]], [[but]] [[not]] [[every]] [[ἄλλος]] is a [[ἕτερος]]; [[ἄλλος]] [[generally]] 'denotes [[simply]] [[distinction]] of individuals, [[ἕτερος]] involves the [[secondary]] [[idea]] of [[difference]] of [[kind]]'; e. g. Lightfoot and Meyer on the [[latter]] [[passage]]; Trench, § xcv.; Schmidt, [[chapter]] 198.]  
|txtha=(cf. Latin alius, German alles, English [[else]]; from [[Homer]] [[down]]), [[another]], [[other]];<br /><b class="num">a.</b> [[absolutely]]: ἄλλοι [[μέν]] [[ἄλλο]]), and [[often]],<br /><b class="num">b.</b> as an adjective: ἄλλη [[συνείδησις]], i. e. ἡ [[συνείδησις]] [[ἄλλου]] τίνος).<br /><b class="num">c.</b> [[with]] the [[article]]: ὁ [[ἄλλος]] the [[other]] (of [[two]]), Buttmann, 32 (28), 122 (107)); οἱ ἄλλοι [[all]] others, the [[remainder]], the [[rest]]: SYNONYMS: [[ἄλλος]], [[ἕτερος]]: [[ἄλλος]] as compared [[with]] [[ἕτερος]] denotes numerical in [[distinction]] from qualitative [[difference]]; [[ἄλλος]] adds ('[[one]] [[besides]]'), [[ἕτερος]] distinguishes ('[[one]] of [[two]]'); [[every]] [[ἕτερος]] is an [[ἄλλος]], [[but]] [[not]] [[every]] [[ἄλλος]] is a [[ἕτερος]]; [[ἄλλος]] [[generally]] 'denotes [[simply]] [[distinction]] of individuals, [[ἕτερος]] involves the [[secondary]] [[idea]] of [[difference]] of [[kind]]'; e. g. Lightfoot and Meyer on the [[latter]] [[passage]]; Trench, § xcv.; Schmidt, [[chapter]] 198.]  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἄλλος]], -η, -ον) (ως [[αντωνυμία]] ή [[επίθετο]])<br /><b>1.</b> αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί<br /><b>2.</b> (ενάρθρως) ο [[άλλος]], <i>οι άλλοι</i><br />αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι<br /><b>3.</b> [[διαφορετικός]], [[αλλιώτικος]], άλλου είδους ή άλλης φύσεως<br /><b>4.</b> ο επί [[πλέον]], [[πρόσθετος]] (στην αρχ. με αριθμητικά)<br /><b>5.</b> αυτός που ακολουθεί τοπικά ή χρονικά, ο [[επόμενος]]<br /><b>6.</b> προηγούμενος, [[προγενέστερος]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>)<br /><b>1.</b> [[ιδιότυπος]], [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]], [[εξαιρετικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) [[άλλο]]<br />α) [[ακόμη]], επί [[πλέον]], επιπροσθέτως<br />β) [[περαιτέρω]], πιο [[πέρα]] («[[άλλο]] δε φαίνεται ο [[γιαλός]]»)<br />γ) περισότερο («δε [[μπορώ]] να [[περιμένω]] [[άλλο]]»)<br />δ) του λοιπού, πια<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άσχετος]], [[ξένος]], [[ανεξάρτητος]]<br /><b>2.</b> [[ανάλογος]], [[παρόμοιος]]<br /><b>3.</b> ο ίσης αξίας με κάποιον, [[εφάμιλλος]]<br /><b>4.</b> (σε συνδυασμό με αντων. ή επιρρ.) «αλλ’ αντ’ άλλων» ή «άλλα των αλλώ», ανοησίες, ασυναρτησίες ή γενικά λόγοι [[εκτός]] του προκειμένου<br />«[[άλλος]] αυτός!», για [[πρόσωπο]] όμοιο [[κατά]] τα ελαττώματα με άλλους<br />«άλλοι κι άλλοι», μεγάλο [[πλήθος]] ανθρώπων «[[άλλο]] και τούτο!», για [[έκπληξη]], [[παράδοξο]] [[άκουσμα]] ή ανέλπιστο [[γεγονός]]<br />«[[άλλο]] [[τίποτα]]!», για [[δήλωση]] αφθονίας ή πλεονασμού<br />«[[άλλος]] [[τόσος]]», [[διπλάσιος]] ή [[ισάριθμος]]<br />«[[κάθε]] [[άλλο]]!», για έντονη [[άρνηση]]<br />«ο [[ένας]] κι ο [[άλλος]]», οι τυχόντες, ο [[καθένας]]<br />«ο [[ένας]] τον [[άλλο]]», αλλήλους<br />«το ένα με το [[άλλο]]», [[κατά]] [[μέσον]] όρο<br />«(το) [[δίχως]] ή [[χωρίς]] [[άλλο]]», [[οπωσδήποτε]], [[εξάπαντος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[άλλο]] να τ’ ακούσεις κι [[άλλο]] να το [[δεις]]» ή «[[άλλο]] να σού λέω κι [[άλλο]] να το [[δεις]]», δεν μπορεί [[κανείς]] με την [[ακοή]] να αποκτήσει σαφή [[γνώση]] ενός πράγματος ή γεγονότος, όση θα έχει βλέποντας το<br />«[[άλλο]] που δεν ήθελε!», ειρωνικά για κάποιον που έτυχε ή βρήκε αυτό που του άρεσε υπερβολικά<br />«από ‘δω παν’ κι οι άλλοι», για γρήγορη [[φυγή]]<br />«η [[άλλη]] ζωή», η [[μετά]] θάνατο, η μελλοντική ζωή<br />«ο [[άλλος]] [[κόσμος]]», ο Άδης<br />«ο [[ένας]] το μακρύ του κι ο [[άλλος]] το [[κοντό]] του», για διχογνωμίες<br />«πάρε τον έναν, χτύπα τον [[άλλο]]», για [[εξίσου]] κακούς ανθρώπους<br />«σού λέει ο [[άλλος]]», για πιθανή [[αντίρρηση]] ή [[γνώμη]] κάποιου άλλου αόριστα<br /><b>μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἄλλος]] ἐξ ἄλλού», α) πολύ [[διαφορετικός]] από τον εαυτό του, [[έξαλλος]]<br />β) αυτός που έχει πάθει [[σύγχυση]], σαστισμένος<br />γ) [[τρελός]] από [[χαρά]]<br />δ) (για [[πόλη]]) αυτή που παρουσιάζεται σε [[άλλη]], σε διαφορετική [[κατάσταση]], που [[είναι]] ανάστατη<br />«τὴν [[ἄλλην]]» (ενν. ἡμέραν), την επόμενη [[μέρα]]<br />«τὴν [[ἄλλην]]» (ενν. ὁδόν), [[άλλη]] [[πορεία]], [[κατεύθυνση]], μέθοδο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> στην πρωταρχική του [[σημασία]] σε διάφορες χρήσεις, όπως α) με τις αντωνυμίες <i>τίς</i>, [[οὐδείς]], [[πολύς]] κ.λπ.<br />β) σε συνδυασμό με τις ίδιες του τις πτώσεις ή με επίρρ.<br />«[[ἄλλος]] [[ἄλλο]] λέγει», ο [[ένας]] λέει αυτό κι ο [[άλλος]] το [[άλλο]] (Ξενοφ. Ανάβ. 2,, 5)<br />«[[ἄλλος]] ἄλλη ἐτράπετο», ο [[ένας]] πήγε εδώ κι ο [[άλλος]] [[αλλού]] (Ξενοφ. Ανάβ. 4, 8, 9)<br />γ) επαναληπτικά [[χάριν]] εμφάσεως<br />«[[ἄλλος]] [[ἄλλος]] [[τρόπος]]», [[ολωσδιόλου]] [[άλλος]] (<b>Ευρ.</b> Φοίν. 32)<br />δ) (<b>στις φρ.</b>) «[[ἄλλος]] καὶ [[ἄλλος]]», ο [[ένας]] [[κατόπιν]] του άλλου<br />«[[ἄλλο]] καὶ [[ἄλλο]]», το ένα [[πράγμα]] [[κατόπιν]] του άλλου<br />«πρὸς ἄλλῳ καὶ ἄλλῳ σημείῳ», σε διάφορα [[σημεία]]<br />«οὐδ' [[ἄλλος]]», [[αντί]] του [[ουδέτερος]], δηλ. [[ούτε]] ο [[ένας]] [[ούτε]] ο [[άλλος]]<br /><b>2.</b> στην [[απαρίθμηση]], προσώπων ή πραγμάτων για να εξάρει τη [[μεταξύ]] τους [[διαφορά]] και σημαίνει «[[εκτός]] από», «[[επίσης]]»<br /><b>3.</b> πλεοναστικά με συγκριτικά, υπερθετικά και με τις λ. [[πλησίος]], <i>εἷς</i>, [[μόνος]] κ.λπ.<br /><b>4.</b> ελλειπτικά (με υπονοούμενο το [[ρήμα]] («τί [[ἄλλο]] οὗτοι (ενν. ἐποίησαν)» Ξενοφών)<br /><b>5.</b> ο μη [[αληθής]], ο μη [[πραγματικός]], δηλ. [[ψεύτικος]], [[απατηλός]]<br /><b>6.</b> ο μη [[ορθός]], δηλ. [[άδικος]], [[κακός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της [[νέας]] Ελληνικής, γνωστή ήδη από την [[εποχή]] του Ομήρου. Τόσο στα αρχαία όσο και στα νέα Ελληνικά η λ. [[είναι]] ιδιαίτερα παραγωγική. Ετυμολογικά θεωρείται [[συγγενής]] με το λατ. <i>alius</i>, γοτθ. aljis, αρχ. ιρλ. aile, αρμ. ayi, αρχ. ινδ. anya-, «[[άλλος]]» και ανάγεται σε αρχικό ΙΕ τ. <i>al</i>-<i>yo</i>- «[[άλλος]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[άλλως]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλλαχῆ]], [[ἀλλαχόθι]], [[ἀλλαχόσε]], <i>ἄλλη</i>, [[ἄλλην]], [[ἄλλοθεν]], [[ἄλλοθι]], [[ἀλλοῖος]], [[ἄλλοκα]], [[ἄλλοσε]], [[ἀλλότριος]], [[ἄλλυδις]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἀλλαχοῦ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀλλότης]], [[ἀλλώνιος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>ἀλλοῦ</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άλλο]] <b>επίρρ.</b>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[άλλοτε]], [[αλλοπρόσαλλος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀλλήλων]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[ἀλλήναλλος]] <b>νεοελλ.</b> [[αλλεργία]], [[αλληστρατίζω]], [[αλληώρας]]].
}}
}}