Anonymous

ἁλωνίζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[trillar]], <i>Eu.Thom.A</i> 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.
|dgtxt=[[trillar]], <i>Eu.Thom.A</i> 12.2, cf. ἀλωνίζουσα· ἐν ἄλωσι διάγουσα Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=(Μ [[ἁλωνίζω]])<br />[[αποχωρίζω]] με [[τριβή]] στο [[αλώνι]] τους κόκκους δημητριακών από το περίβλημά τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[διασκορπίζω]] εδώ κι [[εκεί]], [[διώχνω]] βίαια<br /><b>2.</b> [[χτυπώ]], [[δέρνω]]<br /><b>3.</b> [[σπαταλώ]], [[ξοδεύω]] αλόγιστα<br /><b>4.</b> [[κάνω]] άνω-[[κάτω]], [[ενοχλώ]]<br /><b>5.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], περιφέρομαι<br /><b>6.</b> [[συμπεριφέρομαι]] με ανευθυνότητα, [[κάνω]] αυθαιρεσίες<br /><b>μσν.</b><br />[[αλωνεύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. παράγεται από θ. <i>αλω</i>-<i>ν</i>-επαυξημένη [[μορφή]] της ρίζας <i>αλω</i>- που απαντά και στο ουσ. [[άλως]], ο.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνισιά]], [[αλώνισμα]], [[αλωνισμός]], [[αλωνιστής]], [[αλωνιστικός]], [[αλωνίστρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλωνοθερίζω]]].
}}
}}