Anonymous

ἀμετασάλευτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_3)
(3)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inmóvil]]<νέοι> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.54.
|dgtxt=-ον [[inmóvil]]<νέοι> Clem.Al.<i>Paed</i>.2.7.54.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀμετασάλευτος]], -ον) [[μετασαλεύω]]<br />αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν [[είναι]] δυνατό να μετακινηθεί, [[ασάλευτος]], [[ακίνητος]], [[σταθερός]].
}}
}}