Anonymous

ἁμαξήλατος: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de carros]] ὁδός Aen.Tact.16.14, Ps.Dicaearch.1.23, Ph.1.316, Poll.9.37, Ἀππία Str.6.3.7.
|dgtxt=-ον<br />[[de carros]] ὁδός Aen.Tact.16.14, Ps.Dicaearch.1.23, Ph.1.316, Poll.9.37, Ἀππία Str.6.3.7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἁμαξήλατος]], -ον (Α)<br />αυτός από τον οποίο [[είναι]] δυνατό να περάσει [[άμαξα]], ο [[διαβατός]] από [[άμαξα]], [[αμαξιτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅμαξα]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐλατός]], με [[επίδραση]] του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει» που έδωσε το -<i>η</i>- (-<i>ήλατος</i> του β΄ συνθετικού.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> <i>ἁμαξηλατώ</i>].
}}
}}