Anonymous

ἀναγρύζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[murmurar]], [[gruñir]] ἢν ἀναγρύξῃ Ar.<i>Nu</i>.945, σὲ δὲ χρὴ σιγᾶν μηδ' ἀναγρύζειν Crates Com.4A, οὐδ' ἀναγρύζειν μοι ἐξουσίαν ἐποίησας X.<i>Oec</i>.2.11.
|dgtxt=[[murmurar]], [[gruñir]] ἢν ἀναγρύξῃ Ar.<i>Nu</i>.945, σὲ δὲ χρὴ σιγᾶν μηδ' ἀναγρύζειν Crates Com.4A, οὐδ' ἀναγρύζειν μοι ἐξουσίαν ἐποίησας X.<i>Oec</i>.2.11.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀναγρύζω]] (Α)<br /><b>1.</b> (κυριολεκτικά) [[κάνω]] με το [[στόμα]] «γρυ» και για χοίρους γρουνίζω<br /><b>2.</b> [[γογγύζω]]<br /><b>3.</b> δεν λέω [[τίποτα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γρύζω]]. Επιτεταμένος τ. του [[γρύζω]].
}}
}}