Anonymous

ἀνακολπάζω: Difference between revisions

From LSJ
3
(6_1)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακολπάζω''': ([[κόλπος]]), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
|lstext='''ἀνακολπάζω''': ([[κόλπος]]), ἀνασηκώνω τὸ ἔνδυμά μου, ἀναζώννυμαι, δίελθε κἀνακόλπασον Ἀριστοφ. Θεσμ. 1174.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνακολπάζω]] (Α)<br />[[ανασηκώνω]] το [[κάτω]] [[μέρος]] του ενδύματος μου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κολπάζω</i> <span style="color: red;"><</span> [[κόλπος]].
}}
}}