Anonymous

ἀνάλεκτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(big3_4)
(3)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[escogido]], [[seleccionado]] γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.<i>Ep</i>.9.1, παιδία <i>SB</i> 4425.3.21.
|dgtxt=-ον<br />[[escogido]], [[seleccionado]] γυναῖκας Σικελικὰς τρεῖς ἀναλέκτους τὸ κάλλος Socr.<i>Ep</i>.9.1, παιδία <i>SB</i> 4425.3.21.
}}
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[ἀνάλεκτος]]) [[ἀναλέγω]]<br /><b>1.</b> [[επίλεκτος]], [[εκλεκτός]], [[εξαίρετος]]<br /><b>2.</b> (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) <i>τα [[ανάλεκτα]]<br />υπολείμματα της τροφής [[μετά]] το [[δείπνο]].
}}
}}