Anonymous

ἀνάλυτος: Difference between revisions

From LSJ
3
(3)
(3)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί [[γιατί]] [[είναι]] [[χαλαρά]] δεμένος<br /><b>2.</b> ο άπλεκτος<br /><b>3.</b> ο αραιά υφασμένος<br /><b>4.</b> ο λειωμένος, ο διαλυμένος<br /><b>5.</b> ο [[νερουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναλυτάδα]], [[ανάλυτος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].
|mltxt=-ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί [[γιατί]] [[είναι]] [[χαλαρά]] δεμένος<br /><b>2.</b> ο άπλεκτος<br /><b>3.</b> ο αραιά υφασμένος<br /><b>4.</b> ο λειωμένος, ο διαλυμένος<br /><b>5.</b> ο [[νερουλός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αναλύω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αναλυτάδα]], [[ανάλυτος]]. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάλυτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο [[άλειωτος]]<br /><b>2.</b> (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο [[άλειωτος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός. που μπορεί να αναλυθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το αρχ. [[ἀνάλυτος]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀναλύω]], ενώ το νεοελλ. [[ανάλυτος]] <span style="color: red;"><</span> [[αναλυτός]], με αρνητική [[σημασία]] από τον αναβιβασμό του τόνου].
}}
}}