Anonymous

ἀνάρμενος: Difference between revisions

From LSJ
4
(big3_4)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[no equipado]], [[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν <i>AP</i> 11.29 (Autom.).
|dgtxt=-ον<br />[[no equipado]], [[ἀνάρμενος]] ἂν παραβάλλῃ πλώειν <i>AP</i> 11.29 (Autom.).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀνάρμενος]], -ον)<br />(για ιστιοφόρα) αυτός που δεν έχει τα αναγκαία για [[ταξίδι]] εξαρτήματα, ο μη εξοπλισμένος<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστιοφόρα) αυτός που λόγω νηνεμίας ή βλάβης δεν μπορεί να αποπλεύσει.
}}
}}