Anonymous

ἀνιπτόπους: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(4)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aniptopous
|Transliteration C=aniptopous
|Beta Code=a)nipto/pous
|Beta Code=a)nipto/pous
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">with unwashen feet</b>, epith. of the <b class="b3">Σελλοί</b>, Dodonaean priests of Zeus, <span class="bibl">Il.16.235</span>, cf. <span class="title">BCH</span>7.276 (Lydia); applied to parasites by <span class="bibl">Eub.139</span>; to the Great Bear, as <b class="b2">metuens aequore tingi</b>, by <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>40.285</span>.</span>
|Definition=ὁ, ἡ, gen. ποδος, [[with unwashen feet]], [[epithet]] of the [[Σελλοί]], [[Dodonaean]] [[priest]]s of [[Zeus]], Il.16.235, cf. ''BCH''7.276 (Lydia); applied to parasites by Eub.139; to the Great Bear, as [[metuens aequore tingi]], by [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 40.285.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ποδος<br /><b class="num">1</b> [[que no se lava los pies]] de los sacerdotes de Dodona sometidos a esta prescripción religiosa <i>Il</i>.16.235, de filósofos, Eub.139, en rel. con un culto no bien conocido ἐκ προγόνων παλλακίδων καὶ ἀνιπτοπόδων <i>EA</i> p.406.<br /><b class="num">2</b> [[que no mete sus pies en el mar]] ἵππος Nonn.<i>D</i>.43.212<br /><b class="num"></b>fig. [[que no se sumerge en el mar]], [[que no se pone]] de la Osa Mayor, Nonn.<i>D</i>.40.285.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] οδος, mit ungewaschenen Füßen, [[Σελλοί]] Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0238.png Seite 238]] οδος, mit ungewaschenen Füßen, [[Σελλοί]] Il. 16, 235, scheint ihre harte Lebensweise zu bezeichnen; vgl. Philostr. Imagg. 33; vom Parasiten, Eubul. Ath. III, 115 e.
}}
{{bailly
|btext=ποδος (ὁ, ἡ)<br />[[dont les pieds ne sont pas lavés]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄνιπτος]], [[πούς]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀνιπτόπους:''' ποδος adj. с немытыми ногами (эпитет додонских жрецов) Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνιπτόπους''': ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ [[Διός]], οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν [[εἶδος]] ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.
|lstext='''ἀνιπτόπους''': ὁ, ἡ, γεν. -ποδος, ὁ ἔχων τοὺς πόδας ἀνίπτους, ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ’ ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 235· περὶ τῶν ἐν Δωδώνῃ ἱερέων τοῦ [[Διός]], οἵτινες φαίνεται ὅτι ἦσαν [[εἶδος]] ἀσκητῶν, Heyne Ἰλ. τόμ. 7. 288· καθ’ Ἡσύχ. «ἀνιπτόποδες· δι’ ἁγνείαν χρείαν μὴ ἔχοντες νίπτεσθαι»· ― ὁ Εὔβουλος ἐν Ἀδήλοις 16 ἀποκαλεῖ τοὺς παρασίτους ἀνιπτόποδας, οὗτοι ἀνιπτόποδες... ἀνόσιοι λάρυγγες· ― ὁ Νόνν. ἐν Διον. 40. 285 δίδει τὸ ἐπίθ. τοῦτο εἰς τὸν ἀστερισμὸν τῆς Μεγ. Ἄρκτ., πρβλ. Ὀδ. Ε. 273.
}}
}}
{{bailly
{{grml
|btext=ποδος (, )<br />dont les pieds ne sont pas lavés.<br />'''Étymologie:''' [[ἄνιπτος]], [[πούς]].
|mltxt=ο (ΜΑ [[ἀνιπτόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει άπλυτα πόδια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ανιπτόποδες</i><br />αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν [[αγιότητα]] να παραμελούν την [[καθαριότητα]] και να μένουν άπλυτοι.
}}
}}
{{DGE
{{lsm
|dgtxt=-ποδος<br /><b class="num">1</b> [[que no se lava los pies]]de los sacerdotes de Dodona sometidos a esta prescripción religiosa <i>Il</i>.16.235, de filósofos, Eub.139, en rel. con un culto no bien conocido ἐκ προγόνων παλλακίδων καὶ ἀνιπτοπόδων <i>EA</i> p.406.<br /><b class="num">2</b> [[que no mete sus pies en el mar]] ἵππος Nonn.<i>D</i>.43.212<br /><b class="num">•</b>fig. [[que no se sumerge en el mar]], [[que no se pone]] de la Osa Mayor, Nonn.<i>D</i>.40.285.
|lsmtext='''ἀνιπτόπους:''' ὁ, , γεν. <i>-πόδος</i>, με άπλυτα πόδια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{grml
{{mdlsj
|mltxt=ο (ΜΑ [[ἀνιπτόπους]], -ουν)<br />αυτός που έχει άπλυτα πόδια<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) (<b>στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οι ανιπτόποδες</i><br />αιρετικοί μοναχοί που θεωρούσαν [[αγιότητα]] να παραμελούν την [[καθαριότητα]] και να μένουν άπλυτοι.
|mdlsjtxt=with unwashen feet, Il.
}}
}}