Anonymous

ἀπαγορευτικός: Difference between revisions

From LSJ
5
(big3_5)
(5)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que prohibe]] (νόμος) ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.77, λόγος Plu.2.1037f, cf. Ph.1.561, Corn.<i>ND</i> 16.<br /><b class="num">2</b> gram. [[negativo]] de las partíc., A.D.<i>Coni</i>.229.16.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma negativa]] Aristeas 131, glosa a ἀπηλεγέως Sch.<i>Il</i>.9.309.
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que prohibe]] (νόμος) ἀπαγορευτικὸς δὲ ὧν οὐ ποιητέον Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.77, λόγος Plu.2.1037f, cf. Ph.1.561, Corn.<i>ND</i> 16.<br /><b class="num">2</b> gram. [[negativo]] de las partíc., A.D.<i>Coni</i>.229.16.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς [[de forma negativa]] Aristeas 131, glosa a ἀπηλεγέως Sch.<i>Il</i>.9.309.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀπαγορευτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ενέχει [[απαγόρευση]], παρεμποδιστικός<br /><b>(Γραμμ.)</b>. «απαγορευτικά μόρια» — άκλιτα μέρη του λόγου με τα οποία εκφράζεται η [[επιθυμία]] του ομιλούντος [[είτε]] ως [[παράκληση]] [[είτε]] ως [[προσταγή]] να μη γίνει [[κάτι]]. Κύριο απαγορευτικό [[μόριο]] [[είναι]] το <i>μη</i>.
}}
}}