Anonymous

ἀπέριττος: Difference between revisions

From LSJ
5
(Bailly1_1)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. p.</i> [[ἀπέρισσος]].
|btext=<i>att. p.</i> [[ἀπέρισσος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπέριττος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει [[τίποτε]] περιττό ή μη αναγκαίο, [[απλός]], [[λιτός]].
}}
}}