Anonymous

ἀσθενόρριζος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[de raíces débiles]] πίσος Thphr.<i>CP</i> 4.14.4.
|dgtxt=-ον [[de raíces débiles]] πίσος Thphr.<i>CP</i> 4.14.4.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσθενόρριζος]], -ον (Α)<br />(για φυτά) αυτός που έχει ασθενικές ή αδύνατες ρίζες.
}}
}}