Anonymous

ἀσκάλευτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον agr. [[no escardado]] Sch.Theoc.10.14a.
|dgtxt=-ον agr. [[no escardado]] Sch.Theoc.10.14a.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀσκάλευτος]], -ον) [[σκαλεύω]]<br />ο [[ασκάλιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για τη [[φωτιά]]) αυτή που δεν τη συδαύλισαν, δεν την αναρρίπισαν («άφησε τη [[φωτιά]] ασκάλευτη»).
}}
}}