Anonymous

ἀσκαλαβώτης: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἀσκᾰλᾰβώτης) -ου, ὁ zool. [[salamanquesa]] Ar.<i>Nu</i>.170, Arist.<i>HA</i> 538<sup>a</sup>27, 599<sup>a</sup>31, 607<sup>a</sup>27, Plin.<i>HN</i> 29.90, Philum.<i>Ven</i>.13 tít., 14.9, Ael.<i>NA</i> 6.22, <i>Gp</i>.13.9.7.
|dgtxt=(ἀσκᾰλᾰβώτης) -ου, ὁ zool. [[salamanquesa]] Ar.<i>Nu</i>.170, Arist.<i>HA</i> 538<sup>a</sup>27, 599<sup>a</sup>31, 607<sup>a</sup>27, Plin.<i>HN</i> 29.90, Philum.<i>Ven</i>.13 tít., 14.9, Ael.<i>NA</i> 6.22, <i>Gp</i>.13.9.7.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσκαλαβώτης]], ο (Α)<br />η κατάστικτη [[σαύρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο παρεκτεταμένος τ. [[ασκαλαβώτης]] θα ήταν δυνατόν να θεωρηθεί παράγωγο του [[ασκάλαβος]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[γαλεώτης]]: [[γαλεός]]), αν δεν μαρτυρείτο σε προγενέστερη από αυτό περίοδο. Πρόκειται για λέξεις άγνωστης ετυμολ., πιθ. δάνεια αιγαιακής προελεύσεως. Όσον αφορά στο [[επίθημα]] -<i>βος</i>, με το οποίο σχηματίζονται αρκετά ονόματα ζώων (<b>[[πρβλ]].</b> [[κάραβος]]) και που υποστηρίζεται ότι αποτελεί [[παραλλαγή]] του -<i>φος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ασκάλαφος]]), [[είναι]] δυνατόν να οφείλεται σε παρετυμολογική [[επίδραση]] ή και να χαρακτηρίζει λέξεις που δεν εμφανίζουν ΙΕ. [[δομή]]].
}}
}}