Anonymous

ἀσπασμός: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀσπασμοῦ, ὁ ([[ἀσπάζομαι]]), a [[salutation]] — [[either]] [[oral]]: [[Theognis]] [[down]].)  
|txtha=ἀσπασμοῦ, ὁ ([[ἀσπάζομαι]]), a [[salutation]] — [[either]] [[oral]]: [[Theognis]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[ἀσπασμός]]) [[ασπάζομαι]]<br /><b>1.</b> το [[φίλημα]]<br /><b>2.</b> ο [[χαιρετισμός]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ύστατος [[χαιρετισμός]], ο «[[τελευταίος]] [[ασπασμός]]» [[προς]] νεκρό<br /><b>2.</b> ο [[εναγκαλισμός]] των συλλειτουργούντων κληρικών [[κατά]] την [[τέλεση]] της Θείας Ευχαριστίας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[φίλημα]], η [[προσκύνηση]] εικόνων ή άγιων λειψάνων<br /><b>2.</b> [[ερωτικός]] [[εναγκαλισμός]]<br /><b>3.</b> <b>πληθ.</b> χαιρετίσματα, φιλικές προσρήσεις («πρόσφερε τους ασπασμούς μου»...)<br /><b>αρχ.</b><br />η [[στοργή]], η [[αγάπη]].
}}
}}