3,273,730
edits
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀξύμ- Th.3.46<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no se puede juntar]], [[irreconciliable]] ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, [[ἀντίθεσις]] ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.<i>in Phlb</i>.46, cf. Procl.<i>Inst</i>.28, Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras</i> Gal.5.540<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable</i> Ph.2.520.<br /><b class="num">2</b> [[que no llega a un acuerdo]] ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[falta de acuerdo]] Th.l.c.<br /><b class="num">3</b> medic. τρῶμα ἀ. herida que no se cierra</i> Aret.<i>CA</i> 2.2.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin acuerdo]] ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.<i>Fr</i>.24, cf. Plu.<i>Cic</i>.46. | |dgtxt=-ον<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἀξύμ- Th.3.46<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[que no se puede juntar]], [[irreconciliable]] ἐχθρὸς ἀ. Ph.1.223, [[ἀντίθεσις]] ἀ. Plu.2.946e, εἰ γὰρ ἑκάτερον μένοι ὅ ἐστιν, ἀσύμβατα ἔσται Dam.<i>in Phlb</i>.46, cf. Procl.<i>Inst</i>.28, Dam.<i>Pr</i>.5<br /><b class="num">•</b>πολλὰ ἀσύμβατα ... εἰς ἕτερα hay muchas cosas discordantes respecto a otras</i> Gal.5.540<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. ἀσύμβατα μνησικακοῦντες guardando rencor en forma irreconciliable</i> Ph.2.520.<br /><b class="num">2</b> [[que no llega a un acuerdo]] ἀσύμβατον ποιησάμενοι κοινολογίαν Plb.15.9.1<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[falta de acuerdo]] Th.l.c.<br /><b class="num">3</b> medic. τρῶμα ἀ. herida que no se cierra</i> Aret.<i>CA</i> 2.2.9.<br /><b class="num">II</b> adv. -ως [[sin acuerdo]] ἀσπόνδως καὶ ἀσυμβάτως ἔχοντες Ph.<i>Fr</i>.24, cf. Plu.<i>Cic</i>.46. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀσύμβατος]] και αττ. ἀξύμβατος, -ον) [[συμβαίνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[χαρακτηρισμός]] βιολογικού στοιχείου σε συσχετισμό [[προς]] ορισμένο οργανισμό, στον οποίο αν χορηγηθεί, οδηγεί σε ανεπιθύμητες αντιδράσεις<br /><b>2.</b> «ασύμβατες ευθείες» — στην ευκλείδεια [[γεωμετρία]], οι ευθείες που δεν [[είναι]] παράλληλες και δεν τέμνονται<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμβιβάζεται ή που δεν μπορεί να συνυπάρξει με άλλον<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν οδηγεί σε συμβιβασμό ή [[συμφωνία]]<br /><b>3.</b> (για [[τραύμα]]) που δύσκολα θεραπεύεται. | |||
}} | }} |