Anonymous

ἀσυμπάθητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que carece de compasión]], [[cruel]], <i>An.Ox</i>.2.340.
|dgtxt=-ον [[que carece de compasión]], [[cruel]], <i>An.Ox</i>.2.340.
}}
{{grml
|mltxt=και ασυμπάθιστος, -η, -ο (Μ [[ἀσυμπάθητος]], -ον) [[συμπαθώ]]<br />[[εκείνος]] που δεν αισθάνεται [[συμπάθεια]], ο [[ανελέητος]]<br />1| <b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν συμπαθιέται, ο [[αντιπαθητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν συγχωρήθηκε ή που δεν [[είναι]] [[άξιος]] να συγχωρηθεί.
}}
}}