Anonymous

ἀσχέδωρος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ [[jabalí]] A.<i>Fr</i>.261, Sciras 1, Ath.402b, Eust.774.23.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *ἀνσχεδορϝος comp. de ἀνασχεῖν y δόρυ, q.u.
|dgtxt=-ου, ὁ [[jabalí]] A.<i>Fr</i>.261, Sciras 1, Ath.402b, Eust.774.23.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *ἀνσχεδορϝος comp. de ἀνασχεῖν y δόρυ, q.u.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀσχέδωρος]], ο (Α)<br />[[ονομασία]] του αγριόχοιρου στη Μεγάλη [[Ελλάδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. ο τ. [[ασχέδωρος]] <span style="color: red;"><</span> <i>αν</i>-<i>σχε</i>-<i>δορF</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ανασχείν</i> <span style="color: red;">+</span> [[δόρυ]] «αυτός που προβάλλει [[αντίσταση]] στο [[ακόντιο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μεν</i>-<i>εγχής</i>, <i>μεν</i>-<i>αίχμης</i> «ο [[καρτερικός]] στη [[μάχη]]»). Ο τ. ανήκει στη διάλεκτο της Μεγάλης Ελλάδας και αποτελεί εκφραστική [[ονομασία]] του αγριόχοιρου].
}}
}}