3,274,921
edits
(big3_7) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insalvable]], [[perdido]] de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho <i>Fr</i>.66, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.7<br /><b class="num">•</b>[[incurable]] (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.<i>NA</i> 13.7<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin salvación]] de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.<i>Au</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado desesperado]], [[sin salvación]] διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[insalvable]], [[perdido]] de una vida licenciosa ἄσωστον αὐτῷ τὸν λοιπὸν βίον ἔσεσθαι Antipho <i>Fr</i>.66, cf. Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.7<br /><b class="num">•</b>[[incurable]] (νοσήματα) ἄσωστά οἵ ἐστιν Ael.<i>NA</i> 13.7<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. como adv. [[sin salvación]] de unos cazadores ἀποπίπτουσιν D.P.<i>Au</i>.3.1.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[en estado desesperado]], [[sin salvación]] διατίθεσθαι Dsc.2.141, ἔχειν Gal.15.753. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[ανέσωστος]] και [[άσωτος]], -η, -ο (AM [[ἄσωστος]], -ον) [[σώζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν σώθηκε, που δεν έχει καταναλωθεί, [[ανεξάντλητος]], [[ατέλειωτος]]<br /><b>2.</b> [[ελλιπής]], [[ασυμπλήρωτος]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] διασωθεί<br /><b>4.</b> αυτός που δεν μπορεί να τον φτάσει [[κανείς]], [[απλησίαστος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν μπορεί να σωθεί, [[αθεράπευτος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να γλυτώσει, να αποφύγει τον θάνατο. | |||
}} | }} |