Anonymous

ἀτήρητος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inobservado]], [[inadvertido]] Them.<i>Or</i>.23.294c.
|dgtxt=-ον<br />de pers. [[inobservado]], [[inadvertido]] Them.<i>Or</i>.23.294c.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀτήρητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει ή που δεν [[είναι]] δυνατόν να τηρηθεί ή να εφαρμοστεί<br /><b>αρχ.</b><br />[[απαρατήρητος]].
}}
}}