Anonymous

ἀτέλευτος: Difference between revisions

From LSJ
6
(big3_7)
(6)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[interminable]] ὕπνος A.<i>A</i>.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.
|dgtxt=-ον [[interminable]] ὕπνος A.<i>A</i>.1451, cf. Ephr.Syr.3.313E.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀτέλευτος]], -ον) [[τελευτή]]<br />αυτός που δεν έχει [[τέλος]], [[ατελεύτητος]], [[αιώνιος]] («[[ἀτέλευτος]] [[ὕπνος]]» — ο [[θάνατος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει τελειώσει, [[ημιτελής]]<br /><b>2.</b> [[άπειρος]], [[αμέτρητος]].
}}
}}