Anonymous

ἀσχημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
6
(T22)
(6)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀσχημοσύνης, ἡ ([[ἀσχήμων]]); from [[Plato]] [[down]]; [[unseemliness]], an [[unseemly]] [[deed]]: [[nakedness]], [[shame]]: [[Plato]] [[down]].)  
|txtha=ἀσχημοσύνης, ἡ ([[ἀσχήμων]]); from [[Plato]] [[down]]; [[unseemliness]], an [[unseemly]] [[deed]]: [[nakedness]], [[shame]]: [[Plato]] [[down]].)  
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἀσχημοσύνη]]) [[ασχήμων]]<br /><b>1.</b> άπρεπη, αισχρή [[συμπεριφορά]]<br /><b>2.</b> άσεμνη [[πράξη]]<br /><b>3.</b> [[έλλειψη]] ευπρέπειας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έλλειψη]] σχήματος ή μορφής<br /><b>2.</b> [[παραμόρφωση]] του προσώπου εξαιτίας μορφασμών που προκαλεί η [[μεγάλη]] [[προσπάθεια]] ή η [[ένταση]]<br /><b>3.</b> [[καταισχύνη]], [[ονειδισμός]]<br /><b>4.</b> (ευφημιστικά) το [[αιδοίο]]<br /><b>5.</b> τα περιττώματα.
}}
}}