3,274,916
edits
(big3_7) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. 1 [[ἄατος]]. | |dgtxt=v. 1 [[ἄατος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό<br />([[ατός]] μου, ατή μου, [[ατός]] σου, ατό του...) αυτός ο [[ίδιος]], [[μόνος]] του («[[ατός]] μου το [[θαμάζω]]», «ήρθε [[ατός]] του ο [[βασιλιάς]]», «ατή της εγκρεμίστηκε»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ατός]] ανάγεται στην αυτοπαθή [[αντωνυμία]] <i>εᾱτού</i> [[αντί]] <i>εᾱυτού</i>. Η γεν. [[εαυτού]] [[καθώς]] και η δοτ. <i>εαυτῴ</i> [[επειδή]] προήλθαν από <i>εού [[αυτού]] και <i>εοί αυτῴ</i> αντιστοίχως, είχαν το -<i>α</i>- μακρό, [[πράγμα]] που συνετέλεσε στην [[αποβολή]] του υποτακτικού φωνήεντος -<i>υ</i>- και στη [[δημιουργία]] των τ. <i>εᾱτού</i> και <i>εᾱτώ</i>. Στη [[συνέχεια]] έγινε και αιτ. <i>εατόν</i> [[αντί]] <i>εαυτόν</i> και αργότερα <i>ατόν</i> [[αντί]] <i>εατόν</i>, από την οποία προήλθε η ονομαστική [[ατός]]]. | |||
}} | }} |