Anonymous

ἄψητος: Difference between revisions

From LSJ
7
(big3_8)
(7)
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[ἀνυπότακτος]] Hsch.
|dgtxt=[[ἀνυπότακτος]] Hsch.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἄψητος]], -ον)<br /><b>1.</b> [[αδάμαστος]], [[ανυπότακτος]]<br /><b>2.</b> (για [[μετάξι]]) που δεν έβρασε για να γίνει [[λευκό]] και στιλπνό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει ψηθεί ή δεν έχει βράσει αρκετά<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που βράζει ή ψήνεται δύσκολα<br /><b>3.</b> ο [[ωμός]]<br /><b>4.</b> ο [[ανώριμος]]<br /><b>5.</b> (για ανθρώπους) α) [[αγύμναστος]], [[άπειρος]]<br />β) [[νωθρός]]<br />γ) (για δουλειές) αυτός που δεν έχει [[ακόμη]] ολοκληρωθεί.
}}
}}