Anonymous

βιοτικός: Difference between revisions

From LSJ
7
(big3_8)
(7)
 
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[βιωτικός]].
|dgtxt=v. [[βιωτικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[βιοτικός]], -ή, -όν) [[βίοτος]] ή [[βιοτή]]<br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με τις ανθρώπινες φροντίδες για τις υλικές ανάγκες της ζωής<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα βιοτικά</i><br />α) τα υλικά [[αγαθά]] που [[είναι]] αναγκαία για τη ζωή<br />β) τα εγκόσμια, σε [[αντίθεση]] με την πνευματική ζωή<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «βιοτικό [[δυναμικό]]» — η μέγιστη αναπαραγωγική [[ικανότητα]] ενός οργανισμού [[κάτω]] από άριστες συνθήκες περιβάλλοντος<br /><b>2.</b> «βιοτικό επίπεδο» — όρος που περιγράφει τις συνθήκες διαβίωσης ατόμου ή συνόλου ατόμων ως [[προς]] την [[κατά]] κεφαλήν [[κατανάλωση]] αγαθών και υπηρεσιών<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[επιδέξιος]] στην [[απόκτηση]] των απαραίτητων για τη ζωή.
}}
}}