Anonymous

βοστρύχωμα: Difference between revisions

From LSJ
7
(6_5)
(7)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''βοστρύχωμα''': -ατος, τό, [[πλόκαμος]] τριχῶν, βόστρυχος, Εὐμάθ. 2. 2.
|lstext='''βοστρύχωμα''': -ατος, τό, [[πλόκαμος]] τριχῶν, βόστρυχος, Εὐμάθ. 2. 2.
}}
{{grml
|mltxt=[[βοστρύχωμα]], το (Μ) [[βοστρυχούμαι]]<br />μαλλιά με μπούκλες.
}}
}}