3,277,180
edits
(6_19) |
(7) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βωλίτης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] μύκητος, Λατ. botetus, Γεωπ. 12. 17. 8. κ. ἀλλ. | |lstext='''βωλίτης''': -ου, ὁ, [[εἶδος]] μύκητος, Λατ. botetus, Γεωπ. 12. 17. 8. κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[βωλίτης]] και [[βωλήτης]], ο (Α)<br />[[είδος]] μύκητα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[βωλήτης]] [[είναι]] [[δάνειο]] από το λατ. <i>b</i><i>ō</i><i>l</i><i>ē</i><i>tus</i>, το οποίο μαρτυρείται από την [[εποχή]] του Σενέκα και χρησιμοποιείται για να δηλώσει [[εκτός]] από τον <i>βωλήτη</i> όλα τα μανιτάρια, εδώδιμα ή μη. Η [[υπόθεση]] ότι η λατινική λ. προήλθε από την ισπανική [[πόλη]] <i>Boletum</i> [[είναι]] αρκετά πιθανή, δεδομένου ότι [[συνήθως]] τα μανιτάρια παίρνουν τις ονομασίες τους από τα μέρη στα οποία αφθονούν. Κατ' άλλους η λ. [[βωλήτης]] [[είναι]] [[δάνειο]] και έχει την [[ίδια]] [[προέλευση]] με το σλαβ. <i>bŭdla</i> «[[μανιτάρι]]». Ο τ. [[βωλίτης]] σχηματίστηκε [[κατά]] τα [[πολλά]] παράγωγα σε -[[ίτης]]]. | |||
}} | }} |