Anonymous

γαυνάκης: Difference between revisions

From LSJ
8
(big3_9)
(8)
Line 7: Line 7:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=v. [[καυνάκης]].
|dgtxt=v. [[καυνάκης]].
}}
{{grml
|mltxt=[[γαυνάκης]], ο (Α)<br />ο [[καυνάκης]], [[ένδυμα]] από χοντρό ύφασμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια [[λέξη]], [[πιθανώς]] από το περσικό <i>gαunαkα</i> «[[τριχωτός]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. <i>gαοnα</i> «μαλλιά, [[χρώμα]] μαλλιών», ακκαδ. <i>gunαkku</i> «[[είδος]] πανωφοριού»)].
}}
}}