3,273,407
edits
(6_12) |
(8) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γειομόρος''': ἴδε ἐν λ. [[γημόρος]]: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-. | |lstext='''γειομόρος''': ἴδε ἐν λ. [[γημόρος]]: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[γειομόρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κατοικεί [[μέσα]] στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)<br /><b>3.</b> αυτός που κατέχει [[μοίρα]], [[κομμάτι]] γης<br /><b>4.</b> (για το [[αλέτρι]]) αυτό που χωρίζει τη γη, το [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γειο</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]] «[[μετέχω]] σε [[κάτι]], [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μου ανήκει, [[διαιρώ]]»]. | |||
}} | }} |