Anonymous

γειομόρος: Difference between revisions

From LSJ
8
(6_12)
(8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γειομόρος''': ἴδε ἐν λ. [[γημόρος]]: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.
|lstext='''γειομόρος''': ἴδε ἐν λ. [[γημόρος]]: ― γειοπόνος, γειοτόμος, ἴδε ἐν λ. γεω-.
}}
{{grml
|mltxt=[[γειομόρος]], ο (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατοικεί σε αγρό και τον καλλιεργεί<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κατοικεί [[μέσα]] στη γη («γειομόροι μύρμηκες»)<br /><b>3.</b> αυτός που κατέχει [[μοίρα]], [[κομμάτι]] γης<br /><b>4.</b> (για το [[αλέτρι]]) αυτό που χωρίζει τη γη, το [[χώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>γειο</i>- <span style="color: red;"><</span> <i>γη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> <span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]] «[[μετέχω]] σε [[κάτι]], [[παίρνω]] το [[μερίδιο]] που μου ανήκει, [[διαιρώ]]»].
}}
}}