Anonymous

γλυκόπικρος: Difference between revisions

From LSJ
8
(Bailly1_1)
 
(8)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont l’amertume a qqe douceur.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]], [[πικρός]].
|btext=ος, ον :<br />dont l’amertume a qqe douceur.<br />'''Étymologie:''' [[γλυκύς]], [[πικρός]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[γλυκύπικρος]], -ον, Μ [[γλυκόπικρος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[γεύση]] και γλυκιά και πικρή<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που [[είναι]] και [[ευχάριστος]] και [[δυσάρεστος]], ο [[οποίος]] φέρνει και [[χαρά]] ή [[ηδονή]] και [[πίκρα]] ή [[οδύνη]] (α. «γλυκόπικρα μαντάτα» β. «ἔργοις γνωρίσεις ἔρωτος γλυκύπικρας ὀδύνας», Καλλίμ.<br />γ. «Ἔρος... γλυκύπικρον... [[ὄρπετον]]» — γλυκόπικρο [[ερπετό]], [[Σαπφώ]]).
}}
}}