Anonymous

δάμνιππος: Difference between revisions

From LSJ
8
(6_18)
(8)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δάμνιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.
|lstext='''δάμνιππος''': -ον, ὁ τοὺς ἵππους δαμάζων, Ὀρφ. Ἀργ. 738.
}}
{{grml
|mltxt=ο (Α [[δάμνιππος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νεαρός]] [[ιππέας]] ο [[οποίος]] καβαλικεύει τα άλογα που για πρώτη [[φορά]] οδηγούνται σε [[ιππασία]]<br /><b>αρχ.</b><br />όποιος δαμάζει ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>δαμν</i>- του ρ. [[δάμνημι]] «[[δαμάζω]]» <span style="color: red;">+</span> [[ίππος]]].
}}
}}