Anonymous

δαιμονισμός: Difference between revisions

From LSJ
8
(big3_10)
(8)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[posesión demoníaca]] πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes <i>Cels</i>.8.66.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[posesión demoníaca]] πάθη δαιμονισμοῦ Vett.Val.2.16, ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν Origenes <i>Cels</i>.8.66.
}}
{{grml
|mltxt=ο (AM [[δαιμονισμός]]) [[δαιμονίζομαι]]<br />το να κατέχεται [[κάποιος]] από δαίμονα.
}}
}}