Anonymous

δε: Difference between revisions

From LSJ
7,657 bytes added ,  29 September 2017
8
(Autenrieth)
(8)
Line 15: Line 15:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[inseparable]] enclitic suffix, appended to accusatives, denoting [[direction]] [[towards]]; e. g. [[οἶκόνδε]], doubled in [[ὅνδε]] [[δόμονδε]], [[with]] ellipsis of δόμον in [[Ἄιδόσδε]].
|auten=[[inseparable]] enclitic suffix, appended to accusatives, denoting [[direction]] [[towards]]; e. g. [[οἶκόνδε]], doubled in [[ὅνδε]] [[δόμονδε]], [[with]] ellipsis of δόμον in [[Ἄιδόσδε]].
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />δὲ (Α)<br />(δεικτικό εγκλιτικό [[μόριο]])<br /><b>1.</b> φανερώνει [[κίνηση]] [[προς]] [[τόπο]] (α. <i>οἶκονδε</i>, <i>οἶκαδε</i><br />[[προς]] το [[σπίτι]], [[προς]] την [[πατρίδα]]<br />β. <i>Ἐλευσίναδε</i><br />[[προς]] την Ελευσίνα)<br /><b>2.</b> [[προσέγγιση]] σε κάποιο [[πρόσωπο]] ή στην [[κατοικία]] του (<i>Πηλεϊωνάδε</i><br />[[προς]] τον γιο του Πηλέως)<br /><b>3.</b> προτάσσεται η [[πρόθεση]] <i>εἰς</i> (<i>ἐς</i>) πλεοναστικά («ἐς [[ἅλαδε]]» — [[προς]] τη [[θάλασσα]])<br /><b>4.</b> επισυνάπτεται σε ουσιαστικά για να δηλώσει σκοπό («[[μήτι]] φόβον δ' ἀγόρευε» — μη μιλάς για να μάς φοβίσεις)<br /><b>5.</b> επισυνάπτεται σε δεικτικές αντωνυμίες για [[επίταση]] (ὅδε, [[τοιόσδε]], [[τοσόσδε]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δεικτικό [[μόριο]]. Αρχικά τονιζόταν, [[αλλά]] προκειμένου να διαφοροποιηθεί από το <i>δε</i> (II) «[[αλλά]]» έγινε εγκλιτική λ. Τίθεται [[κυρίως]] [[μετά]] από [[αιτιατική]] [[πτώση]] και έχει τοπική [[σημασία]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>οίκον</i>-<i>δε</i>, [[οίκα]]-<i>δε</i>, <i>Αθήναζε</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Αθήνασ</i>-<i>δε</i>). Στον Όμηρο το -<i>δε</i> συνάπτεται σε ονόματα προσώπων (<b>[[πρβλ]].</b> <i>Πηλεϊωνάδε</i>) [[αλλά]] και σε άλλες λέξεις (<b>[[πρβλ]].</b> <i>φόβον</i>-<i>δε</i>, <i>βουλυτόν</i>-<i>δε</i>). Στη Μυκηναϊκή το [[μόριο]] -<i>δε</i> έχει τοπική [[σημασία]] [[μετά]] από ονομασίες τόπων. Ο τ. -<i>δε</i> πιθ. απαντά στο <i>ό</i>-<i>δε</i> με [[σημασία]] δεικτική, [[αλλά]] και στο [[δεύρο]]<br /><b>[[πρβλ]].</b> αβεστ. -<i>da</i> στη λ. <i>va</i><i>ē</i><i>sm∂n</i>-<i>da</i> «στο [[σπίτι]]», αρχ. σλαβ. <i>do</i> (IE <i>do</i>), γερμ.-αγγλοσαξ. <i>to</i> (IE <i>do</i>)].———————— <b>(II)</b><br />(AM δέ)<br />([[μόριο]] με αντιθετική και αθροιστική [[κυρίως]] [[σημασία]])<br /><b>1.</b> συνδέει [[λέξη]] ή [[πρόταση]] με προηγούμενή της με αντιθετική ή εναντιωματική [[σχέση]] («ο μεν... [[είναι]] [[ικανός]], ο δε... [[ανίκανος]]», «νῡν μὲν Βοιωτίαν, πρότερον δὲ Καδμηίδα γῆν καλουμένην»)<br /><b>2.</b> σε [[αφήγηση]] κάποιου νέου στοιχείου ([[χωρίς]] να προηγείται <i>μεν</i>) («όταν δε έφτασαν στην [[πόλη]]», «[[ἦμος]] δ' [[ἠριγένεια]] φάνη [[ῥοδοδάκτυλος]] Ἠώς»)<br /><b>3.</b> τοποθετείται [[μετά]] από χρονικούς, αιτιολογικούς, υποθετικούς συνδέσμους για να επιτείνει τη [[σημασία]] τους («[[επειδή]] δε...», «όταν δε...»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> δηλώνει στενότερη [[σύνδεση]] με τη [[λέξη]] που συνεκφέρεται («ὄζει ἴων, ὄζει δὲ ῥόδων» — μυρίζει μενεξέδες, μυρίζει και [[ρόδα]]»)<br /><b>2.</b> γρήγορη [[διαδοχή]] περιστατικών («ὡς ἔφατ' εὐχόμενος τοῡ δ' ἔκλυε Φοῑβος [[Ἀπόλλων]]» — [[έτσι]] είπε στην [[προσευχή]] του κι [[αμέσως]] τον άκουσε ο [[Φοίβος]] Απόλλων)<br /><b>3.</b> χρησιμοποιείται σε επεξηγηματικές φράσεις ([[συνήθως]] παρενθετικές), όπως λ.χ. «ξυνέβησαν τὰ μακρὰ τείχη ἑλεῑν (ἦν δὲ σταδίων [[μάλιστα]] [[ὀκτώ]])»<br /><b>4.</b> εισάγει [[ερώτηση]] που συνάπτεται [[στενά]] με τα προηγούμενα («καὶ ὁ [[Σωκράτης]], εἰπέ μοι, ἔφη, [[κύνας]] δὲ τρέφεις;»)<br /><b>5.</b> χρησιμοποιείται με αιτιολογική [[σημασία]] («εὐνῇ δ' οὔποτ' [[ἔμικτο]]» — [[γιατί]] δεν έπεφτε στο [[κρεβάτι]] για έρωτα)<br /><b>6.</b> με βεβαιωτική [[σημασία]] [[μετά]] από δεικτική [[αντωνυμία]] («οἵη περ φύλλων γενεή, τοίη δὲ καὶ ἀνδρῶν» — [[έτσι]] βέβαια, [[έτσι]] ακριβώς [[είναι]] κι η [[γενιά]] των ανθρώπων)<br /><b>7.</b> τίθεται στην [[απόδοση]] υποθετικού λόγου («εἰ δὲ καὶ μὴ δώωσιν, ἐγὼ δὲ κεν αὐτὸς ἕλωμαι» — κι αν δε μού δώσουν, εν τοιαύτη περιπτώσει εγώ [[μόνος]] μου θα πάρω).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μόριο της Ελληνικής, με αντιθετική και αθροιστική [[κυρίως]] [[σημασία]]. Χρησιμοποιείται κατ' εξοχήν ως ανταποδοτικό του <i>μεν</i>, στο οποίο αντιτίθεται. Γενικότερα, δηλώνει [[κάτι]] νεώτερο ή διαφορετικό [[έναντι]] [[αυτού]] που ελέχθη [[προηγουμένως]]. Κανονικά τίθεται στη δεύτερη [[θέση]] της προτάσεως στην οποία απαντά, [[συχνά]] συνδυάζεται με τα <i>ου</i>, <i>μη</i> και προηγείται του <i>γε</i>. Το <i>δε</i>, γνωστό ήδη από τη Μυκηναϊκή και τον Όμηρο, [[είναι]] εύχρηστο καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της Ελληνικής [[μέχρι]] [[σήμερα]], όπου εμφανίζεται στον γραπτό [[κυρίως]] λόγο. Εκτός της Ελληνικής δεν υπάρχει ακριβές αντίστοιχο σε [[άλλη]] ΙΕ [[γλώσσα]] [[είτε]] [[γιατί]] δεν εκφράζεται [[καθόλου]], ως περιττό, [[είτε]] [[γιατί]] αντικαθίσταται από άλλες λέξεις της ίδιας σημασίας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όμως</i>, [[αλλά]], <i>εντούτοις</i>, [[έναντι]] [[αυτού]] <b>κ.λπ.</b>). Η [[ετυμολογία]] του [[είναι]] αβέβαιη. Πιθ. προήλθε από [[βράχυνση]] (ή [[συστολή]]) του <i>δη</i>, αφενός μεν [[επειδή]] εξασθένησε η αρχική του [[σημασία]], αφετέρου δε [[επειδή]] συμπροφερόταν με παρακείμενα στοιχεία στον γρήγορο λόγο].———————— <b>(III)</b><br /><b>βλ.</b> <i>δεν</i>.
}}
}}