Anonymous

δέατο: Difference between revisions

From LSJ
1,123 bytes added ,  29 September 2017
8
(Autenrieth)
(8)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[defective]] ipf., appeared, seemed , Od. 6.242†. Cf. [[δοάσσατο]].
|auten=[[defective]] ipf., appeared, seemed , Od. 6.242†. Cf. [[δοάσσατο]].
}}
{{grml
|mltxt=[[δέατο]] (Α)<br /><b>φρ.</b> «[[ἀεικέλιος]] δέατ' [[εἶναι]]» — [[τιποτένιος]] φαινόταν ότι [[είναι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μεμονωμένο τ. παρατατικού με τη [[σημασία]] «έμοιαζε, φαινόταν». Οι γλώσσες του Ησυχίου «<i>δεάμην</i> εδοκίμαζον, εδόξαζον» και «<i>δέαται</i><br />φαίνεται, δοκεί» επιβεβαιώνουν την ύπαρξη του τ. [[δέατο]]. Η λ. [[δέατο]] ανάγεται σε IE <i>de∂</i><sub>2</sub>- (<b>[[πρβλ]].</b> [[δήλος]]), μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της IE <i>dey</i>-<i>∂</i><sub>2</sub>- «[[φέγγω]], [[λάμπω]] [[φαίνομαι]]» (<b>[[πρβλ]].</b> αρχ. ινδ. <i>d</i><i>ī</i><i>deti</i> «φαίνεται» <i>did</i><i>ī</i><i>h</i><i>ī</i>). Επίσης ο τ. [[δέατο]] συνδέεται ετυμολογικά με τα [[Ζευς]], [[δίος]]].
}}
}}