Anonymous

διαφυλάσσω: Difference between revisions

From LSJ
9
(T22)
(9)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist infinitive διαφυλάξαι; from [[Herodotus]] [[down]]; to [[guard]] [[carefully]]: τινα, διαφυλαττοι, διαφυλαξοι [[ὑμᾶς]] ὁ Θεός, cf. Theodoret. iii., pp. 800,818, 826 (editions Schulze, Nosselt, etc. Hal.)." Winer's De [[verb]]. comp. etc. Part v., p. 16.
|txtha=1st aorist infinitive διαφυλάξαι; from [[Herodotus]] [[down]]; to [[guard]] [[carefully]]: τινα, διαφυλαττοι, διαφυλαξοι [[ὑμᾶς]] ὁ Θεός, cf. Theodoret. iii., pp. 800,818, 826 (editions Schulze, Nosselt, etc. Hal.)." Winer's De [[verb]]. comp. etc. Part v., p. 16.
}}
{{grml
|mltxt=και -ττω (ΑΝ)<br />[[διατηρώ]] [[κάτι]] σώο για πολύ καιρό<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />(για τον θεό) [[σώζω]] («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> υπερασπίζομαι, [[προφυλάσσω]] για τον εαυτό μου<br /><b>2.</b> [[παρατηρώ]] καλά<br /><b>3.</b> [[διατηρώ]] («πειράσομαι [[κἀγὼ]] διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.)<br /><b>4.</b> [[θυμάμαι]], [[διατηρώ]] στη [[μνήμη]] μου («[[μηδὲ]] ὀλίγον σπινθῆρα ὀργῆς κατὰ τῶν ἀδικούντων διαφυλάττον», Λουκ.)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[διαφυλάσσω]] ὅτι» — [[προσέχω]] ώστε.
}}
}}