Anonymous

δικανικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "Proceß" to "Prozess"
(9)
m (Text replacement - "Proceß" to "Prozess")
 
(29 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dikanikos
|Transliteration C=dikanikos
|Beta Code=dikaniko/s
|Beta Code=dikaniko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> of persons, <b class="b2">skilled in pleading</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span>512b</span>, <span class="bibl"><span class="title">Tht.</span>201a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.2.48</span>, etc.: in bad sense, <b class="b2">lawyer-like, pettifogging</b>, σμικρὸς τὴν ψυχὴν καὶ δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>175d</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">belonging to trials, judicial</b>, λόγοι <span class="bibl">Isoc.13.20</span>; <b class="b3">ῥημάτιον δ</b>. <b class="b2">law</b>-term, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>534</span>; <b class="b3">ἡ-κή</b> (sc. <b class="b3">τέχνη</b>) <b class="b2">forensic oratory</b>, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>405a</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1371a7</span>; <b class="b3">μετὰ δικανικήν</b> after <b class="b2">serving as advocate</b>, Epigr.Gr.919; τὸ δ. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>2.89</span>; τὰ δικανικά <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1354b23</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> in bad sense, <b class="b2">savouring of the law-courts</b>, φορτικὰ μὲν καὶ δ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ap.</span>32a</span>; ὡς μακρὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ δ. <span class="bibl">Luc.<span class="title">Somn.</span>17</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Charito 5.4</span>.</span>
|Definition=δικανική, δικανικόν,<br><span class="bld">I</span> of persons, [[skilled in pleading]], Pl.Grg.512b, Tht.201a, X.Mem.1.2.48, etc.: in bad sense, [[lawyer-like]], [[pettifogging]], σμικρὸς τὴν ψυχὴν καὶ δικανικός Pl.Tht.175d.<br><span class="bld">II</span> [[belonging to trials]], [[judicial]], λόγοι Isoc.13.20; [[ῥημάτιον]] δικανικόν = [[law]]-[[term]], Ar.Pax534; ἡ [[δικανική]] (''[[sc.]]'' [[τέχνη]]) [[forensic]] [[oratory]], Pl.R.405a, Arist.Rh.1371a7; [[μετὰ δικανικήν]] = [[after]] [[serving]] as [[advocate]], Epigr.Gr.919; τὸ [[δικανικόν]] S.E.M.2.89; τὰ δικανικά Arist.Rh.1354b23.<br><span class="bld">2</span> in bad sense, [[savouring of the law-courts]], φορτικὰ μὲν καὶ δικανικά Pl.Ap.32a; ὡς μακρὸν τὸ [[ἐνύπνιον]] καὶ δικανικόν Luc.Somn.17. Adv. [[δικανικῶς]] = [[in forensic manner]] Charito 5.4.
}}
{{DGE
|dgtxt=(δῐκᾱνικός) -ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[experto en oratoria forense]] οὐχ ἵνα δημηγορικοὶ ἢ δικανικοὶ γένοιντο X.<i>Mem</i>.1.2.48<br /><b class="num"></b>en sent. neg. [[picapleitos]], [[leguleyo]] ὁ σμικρὸς ... τὴν ψυχὴν καὶ δριμὺς καὶ δ. Pl.<i>Tht</i>.175d, στωμύλος γὰρ εἶ καὶ δ. Luc.<i>Prom</i>.4, cf. <i>Pisc</i>.9, Philostr.<i>VA</i> 8.6.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[forense]], [[judicial]] λόγος Isoc.13.20, D.H.<i>Imit</i>.5.2, Ph.2.263, Luc.<i>Prom</i>.5, Ap.Ty.<i>Ep</i>.19, Philostr.<i>VS</i> 500, D.L.5.35, Syrian.<i>in Hermog</i>.2.44.22, προοίμια Anaximen.<i>Rh</i>.1442<sup>b</sup>29, ἀγῶνες D.C.61.10.1, ὑποθέσεις D.H.<i>Rh</i>.8.8, ὄνομα D.H.<i>Rh</i>.10.10, τέχναι Plu.<i>Them</i>.2, τὸ (μέρος) δ. como una de las tres partes de la oratoria, junto a τὸ ἐγκωμιαστικόν y τὸ συμβουλευτικόν Plu.2.744e, S.E.<i>M</i>.2.89, δ. λεπτολογία experta argumentación jurídica</i>, <i>PMich.Gagos</i> 66, <i>PMasp</i>.151.201 (ambos VI d.C.)<br /><b class="num"></b>en sent. neg. [[fastidioso]], [[prolijo]], [[puntilloso]] ῥημάτια Ar.<i>Pax</i> 534, ἐρῶ δὲ ὑμῖν φορτικὰ μὲν καὶ δικανικά Pl.<i>Ap</i>.32a, τὸ ἐνύπνιον Luc.<i>Somn</i>.17.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ δ., τὸ δ. [[la oratoria forense]] Pl.<i>R</i>.405a, Arist.<i>Rh</i>.1371<sup>a</sup>7, Philostr.<i>VS</i> 569, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.96, Arist.<i>Rh</i>.1354<sup>b</sup>23, 31, μετὰ δικανικήν después de practicar la abogacía</i>, <i>TAM</i> 2.186 (Sídima IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> ὁ δ. [[el orador forense]], [[el abogado]] Pl.<i>Grg</i>.512b, <i>Tht</i>.201a.<br /><b class="num">3</b> τὸ δ. [[aptitud para el discurso forense]] ἡ δὲ περὶ τὰ σκώμματα ... εὐτραπελία δ. μὲν ἐδόκει Plu.<i>Cic</i>.5.<br /><b class="num">III</b> adv. [[δικανικῶς]] = [[en lenguaje forense]], [[con pericia oratoria]] [[εἰπεῖν]] Charito 5.4.11, Gr.Naz.M.36.568A, cf. Poll.4.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0627.png Seite 627]] was sich auf das Recht u. die Processe bezieht; ῥημάτια Ar. Pax 526, wie τὰ δικανικά Plat. Apol. 32 a und λόγοι δ. Isocr. 13, 20 Proceßreden, die ihrer Förmlichkeit u. ihres ausführlichen Vortrages wegen oft weitschweifig u. ermüdend wurden; dah. in der Stelle des Plat. καὶ φορτικά dabeisteht; [[σοφία]] δημηγορική τε καὶ δικανική Plat. Rep. II, 365 d, u. öfter ἡ δικανική, z. B. Gorg. 511 d, die Proceßführungskunst; τέχναι Plut. Them. 2. Die Rhetoren, wie Arist. rhet. 1, 1, unterscheiden τὰ δικανικά von δημηγορικά, die gerichtliche Beredtsamkeit. – Ὁ [[δικανικός]], ein im Proceßführen erfahrener, gewandter Mann, Plat. Gorg. 512 b; vgl. Theaet. 201 a; u. Xen. Mem. 1, 2, 48. – Adv., λέγειν Charit. 5, 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0627.png Seite 627]] was sich auf das Recht u. die Processe bezieht; ῥημάτια Ar. Pax 526, wie τὰ δικανικά Plat. Apol. 32 a und λόγοι δ. Isocr. 13, 20 Prozessreden, die ihrer Förmlichkeit u. ihres ausführlichen Vortrages wegen oft weitschweifig u. ermüdend wurden; dah. in der Stelle des Plat. καὶ φορτικά dabeisteht; [[σοφία]] δημηγορική τε καὶ δικανική Plat. Rep. II, 365 d, u. öfter ἡ δικανική, z. B. Gorg. 511 d, die Prozessführungskunst; τέχναι Plut. Them. 2. Die Rhetoren, wie Arist. rhet. 1, 1, unterscheiden τὰ δικανικά von δημηγορικά, die gerichtliche Beredtsamkeit. – Ὁ [[δικανικός]], ein im Prozessführen erfahrener, gewandter Mann, Plat. Gorg. 512 b; vgl. Theaet. 201 a; u. Xen. Mem. 1, 2, 48. – Adv., λέγειν Charit. 5, 4.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[expert aux choses du barreau]], [[habile jurisconsulte]] <i>ou</i> habile avocat;<br /><b>2</b> [[qui concerne le barreau]], [[judiciaire]] ; ἡ δικανική ([[τέχνη]]) la science du barreau, la jurisprudence ; <i>p. ext.</i> [[prolixe]], [[fastidieux]].<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῐκᾱνικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[судебный]], [[правовой]], [[юридический]] ([[ῥημάτιον]] Arph.; λόγοι Isocr., Plut.; [[σοφία]] Plat.; [[γένος]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[сведущий в судебных делах]] Xen.;<br /><b class="num">3</b> [[запутанный]], [[сложный]], [[нудный]] (δικανικὰ [[ῥηθῆναι]] Plat.; μακρὸν [[ἐνύπνιον]] καὶ δικανικόν Luc.).<br /><b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1</b> [[искусный адвокат]] Xen.;<br /><b class="num">2</b> [[крючкотвор]] Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῐκανικός''': -ή, -όν, 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[ἔμπειρος]] περὶ τοὺς νόμους, ἠσκημένος εἰς τὸ ἀγορεύειν ἐν δικαστηρίοις, ὁ ὡς δικηγόρος, Πλάτ. Γοργ. 512Β, Θεαιτ. 175D, 201Α, Ξεν., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς δίκας, ἐν τῷ δικαστηρίῳ λεγόμενος ἢ πραττόμενος, λόγοι Ἰσοκρ. 295Β· [[ῥημάτιον]] δ., νομικὸς ὅρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 534· ἡ δικανικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[ῥητορεία]] ἐν δικαστηρίοις, Πλάτ. Πολ. 405Α, Ἀριστ. Ρητ. 1.11,15· [[μετὰ]] δικανικήν, ἀφοῦ τις ὑπηρέτησεν ὡς δικηγόρος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 919. οὕτω, τὰ δικανικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1.1,10.<br />2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὅμοιος]] πρὸς δικηγόρον, σμικρὸς τὴν ψυχὴν… καὶ δ. Πλάτ. Θεαίτ. 175D· οὔτως ἐπίρρ. δικανικῶς Χαρίτων 5.4· ἐπὶ διηγήσεως, φορτικὰ μὲν καὶ δ., ὁμοιάζοντα πρὸς δικηγορικὴν ἀγόρευσιν, ἀνιαρά, φορτικά, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α· ὡς μακρὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ δ. Λουκ. Ἐνυπν. 17.
|lstext='''δῐκανικός''': -ή, -όν, 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ [[ἔμπειρος]] περὶ τοὺς νόμους, ἠσκημένος εἰς τὸ ἀγορεύειν ἐν δικαστηρίοις, ὁ ὡς δικηγόρος, Πλάτ. Γοργ. 512Β, Θεαιτ. 175D, 201Α, Ξεν., κτλ. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὁ ἀνήκων εἰς δίκας, ἐν τῷ δικαστηρίῳ λεγόμενος ἢ πραττόμενος, λόγοι Ἰσοκρ. 295Β· [[ῥημάτιον]] δ., νομικὸς ὅρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 534· ἡ δικανικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]), [[ῥητορεία]] ἐν δικαστηρίοις, Πλάτ. Πολ. 405Α, Ἀριστ. Ρητ. 1.11,15· μετὰ δικανικήν, ἀφοῦ τις ὑπηρέτησεν ὡς δικηγόρος, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 919. οὕτω, τὰ δικανικὰ Ἀριστ. Ρητ. 1.1,10.<br />2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[ὅμοιος]] πρὸς δικηγόρον, σμικρὸς τὴν ψυχὴν… καὶ δ. Πλάτ. Θεαίτ. 175D· οὔτως ἐπίρρ. δικανικῶς Χαρίτων 5.4· ἐπὶ διηγήσεως, φορτικὰ μὲν καὶ δ., ὁμοιάζοντα πρὸς δικηγορικὴν ἀγόρευσιν, ἀνιαρά, φορτικά, Πλάτ. Ἀπολ. 32Α· ὡς μακρὸν τὸ ἐνύπνιον καὶ δ. Λουκ. Ἐνυπν. 17.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δικανικός]], -ή, -όν)<br />(για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[δικανικός]]<br /><b>1.</b> ο [[δικανικός]] [[λόγος]], η [[αγόρευση]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[ομιλία]] επιθετική και [[πομπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) ο [[έμπειρος]] στις δίκες, ο [[νομομαθής]]<br /><b>2.</b> όμοιος με δικηγόρο, αυτός που συμπεριφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις της καθημερινής ζωής σαν να βρίσκεται στο δικαστήριο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥημάτιον]] δικανικόν» — [[νομικός]] όρος<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δικανική</i><br />α) η [[τέχνη]] ή η [[εμπειρία]] του να αγορεύει [[κανείς]] στο δικαστήριο<br />β) το [[επάγγελμα]] του δικηγόρου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικανικόν</i><br />το [[δεσμωτήριο]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>δικανικῶς</i><br />ανιαρά, ενοχλητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αττικής διαλέκτου, αναφερόμενη στην [[ευγλωττία]] και το πομπώδες ύφος του δικηγόρου και χρησιμοποιούμενη με αρνητικές, [[συνήθως]] συνυποδηλώσεις. Η λ. προήλθε από το ουσ. [[δίκη]], [[αλλά]] ο [[σχηματισμός]] της παραμένει [[ασαφής]], [[παρά]] την ύπαρξη της γλώσσας του <b>Ησύχ.</b> «[[δικανούς]]<br />τους [[περί]] τας δίκας διατρίβοντας». Λόγω της μακρότητας του -<i>α</i>, ο τ. <i>δικᾱνικός</i> πιθανόν να προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>νεᾱνικός</i>].
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> expert aux choses du barreau, habile jurisconsulte <i>ou</i> habile avocat;<br /><b>2</b> qui concerne le barreau, judiciaire ; ἡ δικανική ([[τέχνη]]) la science du barreau, la jurisprudence ; <i>p. ext.</i> prolixe, fastidieux.<br />'''Étymologie:''' [[δίκη]].
|lsmtext='''δῐκᾱνικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[έμπειρος]], [[επιδέξιος]] στα νομικά ζητήματα, εξασκημένος στην [[αγόρευση]] στα δικαστήρια, όμοιος με δικηγόρο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πράγματα, αυτός που ανήκει στις δίκες, [[δικαστικός]], σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· όμοιος με δικανικό λόγο ή [[αγόρευση]], [[ανιαρός]], [[φορτικός]], στον ίδ.
}}
}}
{{DGE
{{mdlsj
|dgtxt=(δῐκᾱνικός) -ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de pers. [[experto en oratoria forense]] οὐχ ἵνα δημηγορικοὶ ἢ δικανικοὶ γένοιντο X.<i>Mem</i>.1.2.48<br /><b class="num">•</b>en sent. neg. [[picapleitos]], [[leguleyo]] ὁ σμικρὸς ... τὴν ψυχὴν καὶ δριμὺς καὶ δ. Pl.<i>Tht</i>.175d, στωμύλος γὰρ εἶ καὶ δ. Luc.<i>Prom</i>.4, cf. <i>Pisc</i>.9, Philostr.<i>VA</i> 8.6.<br /><b class="num">2</b> de abstr. [[forense]], [[judicial]] λόγος Isoc.13.20, D.H.<i>Imit</i>.5.2, Ph.2.263, Luc.<i>Prom</i>.5, Ap.Ty.<i>Ep</i>.19, Philostr.<i>VS</i> 500, D.L.5.35, Syrian.<i>in Hermog</i>.2.44.22, προοίμια Anaximen.<i>Rh</i>.1442<sup>b</sup>29, ἀγῶνες D.C.61.10.1, ὑποθέσεις D.H.<i>Rh</i>.8.8, ὄνομα D.H.<i>Rh</i>.10.10, τέχναι Plu.<i>Them</i>.2, τὸ (μέρος) δ. como una de las tres partes de la oratoria, junto a τὸ ἐγκωμιαστικόν y τὸ συμβουλευτικόν Plu.2.744e, S.E.<i>M</i>.2.89, δ. λεπτολογία experta argumentación jurídica</i>, <i>PMich.Gagos</i> 66, <i>PMasp</i>.151.201 (ambos VI d.C.)<br /><b class="num">•</b>en sent. neg. [[fastidioso]], [[prolijo]], [[puntilloso]] ῥημάτια Ar.<i>Pax</i> 534, ἐρῶ δὲ ὑμῖν φορτικὰ μὲν καὶ δικανικά Pl.<i>Ap</i>.32a, τὸ ἐνύπνιον Luc.<i>Somn</i>.17.<br /><b class="num">II</b> subst.<br /><b class="num">1</b> ἡ δ., τὸ δ. [[la oratoria forense]] Pl.<i>R</i>.405a, Arist.<i>Rh</i>.1371<sup>a</sup>7, Philostr.<i>VS</i> 569, Chrysipp.<i>Stoic</i>.2.96, Arist.<i>Rh</i>.1354<sup>b</sup>23, 31, μετὰ δικανικήν después de practicar la abogacía</i>, <i>TAM</i> 2.186 (Sídima IV d.C.).<br /><b class="num">2</b> ὁ δ. [[el orador forense]], [[el abogado]] Pl.<i>Grg</i>.512b, <i>Tht</i>.201a.<br /><b class="num">3</b> τὸ δ. [[aptitud para el discurso forense]] ἡ δὲ περὶ τὰ σκώμματα ... εὐτραπελία δ. μὲν ἐδόκει Plu.<i>Cic</i>.5.<br /><b class="num">III</b> adv. -ῶς [[en lenguaje forense]], [[con pericia oratoria]] [[εἰπεῖν]] Charito 5.4.11, Gr.Naz.M.36.568A, cf. Poll.4.26.
|mdlsjtxt=δῐκᾱνικός, ή, όν <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> of persons, [[skilled]] in law, versed in [[pleading]], [[lawyer]]-like, Plat., Xen., etc.<br /><b class="num">II.</b> of things, belonging to trials, [[judicial]], Ar., Plat., etc.: like a [[lawyer]]'s [[speech]], [[tedious]], Plat.
}}
}}
{{grml
{{WoodhouseReversedUncategorized
|mltxt=-ή, -ό (AM [[δικανικός]], -ή, -όν)<br />(για λόγο) αυτός που εκφωνείται στο δικαστήριο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δικανικός]]<br /><b>1.</b> ο [[δικανικός]] [[λόγος]], η [[αγόρευση]] στο δικαστήριο<br /><b>2.</b> [[ομιλία]] επιθετική και [[πομπώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[πρόσωπο]]) ο [[έμπειρος]] στις δίκες, ο [[νομομαθής]]<br /><b>2.</b> όμοιος με δικηγόρο, αυτός που συμπεριφέρεται σε ορισμένες περιπτώσεις της καθημερινής ζωής σαν να βρίσκεται στο δικαστήριο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ῥημάτιον]] δικανικόν» — [[νομικός]] όρος<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η δικανική</i><br />α) η [[τέχνη]] ή η [[εμπειρία]] του να αγορεύει [[κανείς]] στο δικαστήριο<br />β) το [[επάγγελμα]] του δικηγόρου<br /><b>5.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δικανικόν</i><br />το [[δεσμωτήριο]]<br /><b>6.</b> <b>επίρρ.</b> <i>δικανικῶς</i><br />ανιαρά, ενοχλητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη της αττικής διαλέκτου, αναφερόμενη στην [[ευγλωττία]] και το πομπώδες ύφος του δικηγόρου και χρησιμοποιούμενη με αρνητικές, [[συνήθως]] συνυποδηλώσεις. Η λ. προήλθε από το ουσ. [[δίκη]], [[αλλά]] ο [[σχηματισμός]] της παραμένει [[ασαφής]], [[παρά]] την ύπαρξη της γλώσσας του <b>Ησύχ.</b> «[[δικανούς]]<br />τους [[περί]] τας δίκας διατρίβοντας». Λόγω της μακρότητας του -<i>α</i>, ο τ. <i>δικᾱνικός</i> πιθανόν να προήλθε αναλογικά [[προς]] το <i>νεᾱνικός</i>].
|woodrun=[[judicial]], [[of the bar]], [[skilled in pleading]]
}}
}}