Anonymous

δίκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
9
(big3_11)
(9)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />agr. [[que fructifica dos veces al año]], [[de dos cosechas]] de plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.
|dgtxt=-ον<br />agr. [[que fructifica dos veces al año]], [[de dos cosechas]] de plantas, Thphr.<i>HP</i> 3.4.4, γῆ Str.17.3.11.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δίκαρπος]], -ον)<br />αυτός που παράγει καρπούς δύο φορές τον χρόνο<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (για βολβούς) αυτός που παράγει δύο βλαστούς τον ένα [[μετά]] τον [[άλλο]].
}}
}}