Anonymous

διοπτεύω: Difference between revisions

From LSJ
9
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[espiar]] (θοὰς νῆας) ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων <i>Il</i>.10.451, en v. pas. ἔρις αὐτοῖς ἐνέπεσε ... τοῦ διοπτεύεσθαι χάριν Agath.5.6.8<br /><b class="num">•</b>[[observar con detenimiento]] στέγος S.<i>Ai</i>.308, πάντα τὰ τῇ ἡγεμονίᾳ σου προσήκοντα D.C.52.37.2, [[ἄγαλμα]] Nonn.<i>D</i>.5.599<br /><b class="num">•</b>c. or. complet. τί ἂν ἀγγείλαντες ὠφελήσειαν βασιλέα X.<i>Cyr</i>.8.2.10<br /><b class="num">•</b>abs. [[fijar la vista]] ὡς εἴ τις ἀπ' ἄκρου τοῦ ... τέγους ... διοπτεύοι σκοτοδινιᾶν I.<i>AI</i> 15.412.<br /><b class="num">2</b> [[ver a través]] por la apertura frontal de un casco, Hld.9.15.1, en v. pas. πυρὸς ... (Χαρίκλειαν) διοπτεύεσθαι παρέχοντος ἐπιφαιδρυνομένην Hld.8.9.13.<br /><b class="num">3</b> [[observar con un instrumento de precisión]] διὰ γὰρ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος διοπτεύοντες Hero <i>Bel</i>.86.7, cf. <i>Dioptr</i>.12, Procl.<i>Hyp</i>.4.72, en v. pas. ὅπως ... ὁ ἀστὴρ ... διοπτεύηται Ptol.<i>Alm</i>.5.1.
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[espiar]] (θοὰς νῆας) ἠὲ διοπτεύσων ἢ ἐναντίβιον πολεμίξων <i>Il</i>.10.451, en v. pas. ἔρις αὐτοῖς ἐνέπεσε ... τοῦ διοπτεύεσθαι χάριν Agath.5.6.8<br /><b class="num">•</b>[[observar con detenimiento]] στέγος S.<i>Ai</i>.308, πάντα τὰ τῇ ἡγεμονίᾳ σου προσήκοντα D.C.52.37.2, [[ἄγαλμα]] Nonn.<i>D</i>.5.599<br /><b class="num">•</b>c. or. complet. τί ἂν ἀγγείλαντες ὠφελήσειαν βασιλέα X.<i>Cyr</i>.8.2.10<br /><b class="num">•</b>abs. [[fijar la vista]] ὡς εἴ τις ἀπ' ἄκρου τοῦ ... τέγους ... διοπτεύοι σκοτοδινιᾶν I.<i>AI</i> 15.412.<br /><b class="num">2</b> [[ver a través]] por la apertura frontal de un casco, Hld.9.15.1, en v. pas. πυρὸς ... (Χαρίκλειαν) διοπτεύεσθαι παρέχοντος ἐπιφαιδρυνομένην Hld.8.9.13.<br /><b class="num">3</b> [[observar con un instrumento de precisión]] διὰ γὰρ τοῦ μήκους τῆς σύριγγος διοπτεύοντες Hero <i>Bel</i>.86.7, cf. <i>Dioptr</i>.12, Procl.<i>Hyp</i>.4.72, en v. pas. ὅπως ... ὁ ἀστὴρ ... διοπτεύηται Ptol.<i>Alm</i>.5.1.
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[διοπτεύω]])<br /><b>1.</b> [[παρατηρώ]] με [[διόπτρα]]<br /><b>2.</b> [[κατασκοπεύω]], [[παρατηρώ]], [[εξετάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[καθορίζω]] τη [[θέση]] πλοίου παρατηρώντας [[σημείο]] στην [[ξηρά]] ή τη [[θάλασσα]], [[ρελεβάρω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[διοπεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δι</i> (<i>α</i>)· <span style="color: red;">+</span> -[[οπτεύω]] <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>οπ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>όπωπα</i>)].
}}
}}